Η περίπτωση των Locomondo είναι, με διαφορά, μια από τις ωραιότερες που
έχει να παρουσιάσει η ιστορία της ελληνικής μουσικής τα τελευταία
χρόνια. Ένα ελληνικό συγκρότημα που παίζει reggae, με διεθνείς
συνεργασίες (Manu Chao, Amparanoia κ.α.) και αναγνώριση καθολική από το
σύνολο του ελληνικού κοινού. Όποιος έχει βρεθεί σε συναυλία τους έχει
επιστρέψει ξανά και ξανά για να τους ακούσει. Η θετική αύρα που τόσο
απλόχερα δίνουν τα μέλη της μπάντας από σκηνής φτάνει αβίαστα στην αρένα
και τις κερκίδες, κερδίζοντας και τον πιο δύσπιστο ακροατή. Αξίζουν οι
Locomondo την επιτυχία τους. Αναμφίβολα. Αν δεν τους έχετε
παρακολουθήσει ζωντανά, το Σάββατο 14 Ιανουαρίου θα βρίσκονται στο
Gagarin για την πρώτη συναυλία του 2012. Με αφορμή την εμφάνιση αυτή,
κάναμε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με το Μάρκο Κούμαρη, τον
επικεφαλής του συγκροτήματος, ένα βροχερό παγωμένο απόγευμα πριν από την
πρόβα. Το Σάββατο θα είμαι στην συναυλία τους στο Gagarin. Πέρασε
καιρός από την τελευταία φορά που τους άκουσα και μου έχουν λείψει. Τι
λέτε; Τα λέμε εκεί;
Τι θα περιλαμβάνει η συναυλία του Σαββάτου; Θα είναι ακόμα μία συναυλία των Locomondo, όπως την ξέρουμε έως τώρα;
Κοίτα, το πρόγραμμα κάθε χρονιάς έχει ως εξής: παίζουμε μέχρι τέλος Σεπτέμβρη, μετά σταματάμε και από Γενάρη αρχίζουμε και πάλι τα live. Επομένως αυτή είναι η πρώτη συναυλία της χρονιάς στην Αθήνα, γιατί κάναμε και δύο στην Κύπρο. Έχουμε καινούργια κομμάτια πολλά. Η σύνθεση της μπάντας είναι η ίδια. Έχουμε μπει σε μία φάση που εμένα μου θυμίζει λίγο το Bruce Springsteen και την E-street band.
Που δεν αλλάζει, δηλαδή, η σύνθεση της μπάντας;
Ναι. Ακριβώς. Έχει τους ίδιους μουσικούς εδώ και είκοσι χρόνια, χωρίς να τους αλλάζει και βασίζεται σε αυτούς. Κάπως έτσι το βλέπω κι εγώ. Δηλαδή, το σχήμα έχει φτάσει σε μια φάση που δεν θα ήθελα να αλλάξω κανέναν. Όπως είναι τώρα μου αρέσει. Από την κοπέλα που πουλάει τα μπλουζάκια μέχρι το σολίστα. Η παρέα μού αρέσει πάρα πολύ έτσι. Αυτό που πιστεύω ότι έχουμε δουλέψει πάρα πολύ μέσα σε αυτό το χρόνο είναι το live show μας. Έχει γίνει ακόμα πιο δυναμικό, ακόμα πιο εκρηκτικό. Έχουμε προσέξει πολύ τις λεπτομέρειες και φυσικά έχουμε ακόμα αρκετή δουλειά. Πέρυσι, νομίζω, ήταν η πρώτη χρονιά που αρχίσαμε να δουλεύουμε και τα μεγάλα πατάρια, όπου, κάποτε παίζαμε δυο τρεις φορές το χρόνο και, τώρα παίζουμε σχεδόν κάθε φορά. Έχουμε προσαρμόσει δηλαδή και το show στο μεγάλο χώρο. Έχουμε ξεφύγει πια από τα μικρά μαγαζιά, όπου δεν χωρούσαμε καλά καλά πάνω στο πατάρι.
Αυτό το είδος της μουσικής, το ska και η reggae, ίσως και με αφορμή τη δική σας επιτυχία, άρχισε κάποια στιγμή να γίνεται «μόδα» και στην ελληνική μουσική.
Σε μικρό βαθμό θα έλεγα. Θα μπορούσα να το φανταστώ και πιο μεγάλο, αν το συγκρίνουμε και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ωστόσο, αυτό το κύμα υπήρξε. Μου έλεγες προηγουμένως για το «Rasta Susta», του Ευριπίδη Ζεμενίδη, ότι είναι το πρώτο ωραίο ελληνικό reggae κομμάτι που άκουσες.
Ναι. Στο κομμάτι αυτό το «groove» είναι σε υψηλό επίπεδο. Αυτή η μουσική ζει από αυτό το πράγμα. Groove είναι το χαντάκι ρε παιδί μου. Το αυλάκι που σκάβεις για να μπει ο ρυθμός και να μην πηγαίνει δεξιά – αριστερά. Να είναι χορέψιμος. Αυτό το πράγμα μού άρεσε εκεί πέρα. Αυτό είναι και το δύσκολο πιστεύω. Γιατί να τραγουδήσεις κάτι ή να παίξεις, ακόμα και κάποια δύσκολα πράγματα, γίνεται. Το θέμα είναι πως θα αποδώσεις το «groove», γιατί και εμείς που – υποτίθεται – ότι το κάνουμε σωστά, θέλουμε – και σε αυτό – πολλή δουλειά.
Είδαμε όμως και ανθρώπους που δεν θα φανταζόμασταν ποτέ να παίζουν reggae. Μέχρι και οι τραγουδιστές στις πίστες.
Όντως. Κάποια στιγμή όλοι κάνανε τα κομμάτια τους reggae. Αυτό που τελικά όμως κατάλαβα εγώ είναι ότι ο κόσμος δεν «τσίμπησε» με το groove της reggae. Δεν άρχισε ξαφνικά να ακούει reggae. Απλώς κάτι του άρεσε στο συγκεκριμένο, το δικό μας, σχήμα. Διαφορετικά θα είχαν επιτυχία και όλα τα άλλα reggae σχήματα. Είναι αυτό που λέγαμε και νωρίτερα. Για να καταλάβεις αυτό το ρυθμό και για να τον αποδώσεις σωστά, θα πρέπει να τον ακούς πολλά χρόνια. Είναι τόσο απλός, αλλά και τόσο δύσκολος ταυτόχρονα.
Επίσης, οι άνθρωποι που παίζουν αυτό το ρυθμό, παίζουν μόνο αυτό το είδος. Έτσι δεν είναι;
Ακριβώς. Για παράδειγμα ο μπασίστας μας, μάλλον, είναι ο μόνος στην Ελλάδα που παίζει μόνο reggae. Δηλαδή, αν τον βάλεις να παίξει το «Απόψε στις ακρογιαλιές», δε μπορεί (γέλια). Θα παίξει μόνο reggae, soul, funk και disco. Μόνο αυτό το στυλ.
Έχεις γράψει τραγούδια σε άλλο στυλ ποτέ;
Ναι. Σϊγουρα. Κοίτα, εγώ παλαιότερα έπαιζα πολύ ρεμπέτικο. Έχω γράψει και πιο λαϊκά πράγματα και πιο ροκ και πιο πανκ, αλλά στο συγκεκριμένο σχήμα αυτό που ταιριάζει, πιστεύω ότι, είναι αυτή η άρση. Το off beat. Αυτό το reggae ska, που ουσιαστικά έχει γίνει ένα δικό μας στυλ. Έχουμε επηρεαστεί πολύ από reggae και από Manu Chao. Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ και η country μουσική. Ο Johnny Cash, οι Pogues, η ιρλανδική country. Μου αρέσουν πολύ αυτά. Πιστεύω ότι είναι λαϊκές μουσικές που από τη μία είναι χορέψιμες και από την άλλη λένε ωραία πράγματα. Μου αρέσει αυτό που λένε story teller. Τα να διηγείσαι δηλαδή μια ιστορία. Αυτές οι μουσικές είναι ένα πολύ ωραίο όχημα για να το κάνεις.
Ναι γιατί, επί της ουσίας, είναι απλές οι φόρμες του και βοηθούν την αφήγηση των στίχων να ακουστεί και να αναδειχθεί.
Ακριβώς. Είναι απλές, αλλά είναι χορέψιμες. Σε πάνε μπροστά, δεν σε πάνε πίσω. Δεν σε «ρίχνουν».
Μιας και μίλησες για τα ακούσματά σου, στο ρεπερτόριο των Locomondo, ασχέτως των διασκευών που έχετε κάνει κατά καιρούς, εντοπίζεις κάποιες επιρροές, είτε από το ρεμπέτικο, είτε από το δημοτικό, είτε από κάποιο άλλο μουσικό είδος; Πολλοί είναι εκείνοι που συνδέουν τη reggae με το ρεμπέτικο για παράδειγμα.
Κοίτα, απευθείας σύνδεση δε μπορείς να πεις ότι έχει. Η reggae είναι η παραδοσιακή μουσική της Τζαμάικα. Εδώ, η μίξη του ρεμπέτικου με το δημοτικό έγινε η μουσική που χαρακτηρίζει τη χώρα μας. Αν παρατηρήσεις τις δύο ιστορίες χωριστά, θα δεις πόσα κοινά έχουνε. Και δε μιλάω για τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματός τους (γέλια). Το ρεμπέτικο προήλθε από μια βίαιη κατανομή πληθυσμού, όπου κάποιοι ήρθανε, για οποιοδήποτε λόγο,πρόσφυγες από αλλού και φέρανε τη μουσική τους κουλτούρα. Η κουλτούρα τους αυτή συγχωνεύτηκε με την εγχώρια κουλτούρα και έδωσε ένα νέο μείγμα. Γεννήθηκε έτσι το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Στη reggae πήρανε τους μαύρους από διάφορες φυλές και τους μοιράσανε σε διάφορα νησιά. Στο κάθε πλοίο όμως τότε βάζανε μια συγκεκριμένη φυλή, δεν τους ανακατεύανε. Έτσι στη Τζαμάικα είχε άλλες αφρικανικές φυλές σκλάβων από ό,τι είχε η Κούβα ή το Πόρτο Ρίκο. Στη Τζαμάικα έφτασε μια συγκεκριμένη φυλή – δεν θυμάμαι τώρα το όνομά της – η οποία συνέχισε να ζει σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον, έχοντας όλη αυτή την κουλτούρα με τα κρουστά από αιώνες. Αυτή η κουλτούρα συγχωνεύθηκε με δυτικές μελωδίες, με παρελάσεις, με τη rhythm and blues κουλτούρα που ερχόταν από την Αμερική και έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη reggae. Βλέπω πολλά κοινά σημεία, ανάμεσα στα δύο είδη, με τη βίαιη μεταφορά πληθυσμών. Το δεύτερο κοινό σημείο είναι τα ναρκωτικά. Η θεματολογία των τραγουδιών και στα δύο είδη περιστρέφεται έντονα γύρω από τη χρήση μαριχουάνας και χασίς. Το τρίτο κοινό σημείο των δύο ειδών είναι ότι μια μουσική που γεννήθηκε στο περιθώριο – στο ρεμπέτικο σίγουρα στο περιθώριο και στη reggae στις φαβέλες γύρω από το Kingston – έρχεται και γίνεται, από μουσική του περιθωρίου, η μουσική που χαρακτηρίζει τη χώρα. Σήμερα, αν πεις Τζαμάικα, θα σκεφτείς τη reggae. Αν πεις Ελλάδα, θα σκεφτείς ρεμπέτικο, θα σκεφτείς μπουζούκι. Ένα όργανο που ήταν κατάπτυστο τη δεκαετία του 1930, γίνεται το εθνικό όργανο. Επομένως βρίσκω πολλά κοινά στοιχεία. Αυτά τα κοινά στοιχεία είδε και ο Ted Bafaloukos, ένας Έλληνας από την Άνδρο, που ζούσε στην Αμερική και έκανε την πιο γνωστή ταινία για τη reggae, που λέγεται «Rockers». Όταν του εξέφρασα την απορία μου για την επιλογή του να κάνει μια ταινία για τη reggae, μου απάντησε ότι του θύμισε το ρεμπέτικο. Ο τρόπος που περπατούσαν στην Τζαμάικα οι καλλιτέχνες της reggae του θύμισε τα κουτσαβάκια στον Πειραιά. Ακόμα, η μαγκιά, το slang, η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους για να συνεννοούνται και να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Κάτι τέτοιο μάς έκανε κλικ, μας φάνηκε γνώριμο.
Αυτή την εποχή που στην Ελλάδα «κάνει κρύο» – κυριολεκτικά και μεταφορικά – πόσο εύκολο είναι να γράψει κανείς τραγούδια; Τι είδους τραγούδια μπορεί να γράψει και κατά πόσο «οφείλει» να το κάνει, με δεδομένο ότι τα τραγούδια πολλές φορές έχουν – ή θα έπρεπε να έχουν – και άλλες προεκτάσεις.
Πάντοτε πίστευα ότι η μουσική πρέπει να είναι φάρμακο. Ο τραγουδοποιός μπορεί να εκφράζει αυτά που νιώθει ο απλός άνθρωπος με ένα τραγούδι. Έτσι κάποιος μπορεί να αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα σε ένα τραγούδι. Ωστόσο, ένα άλλο σημαντικό πράγμα είναι η μουσική να είναι φάρμακο. Δηλαδή να πηγαίνεις σε ένα live και να γυρίζεις πιο ανάλαφρος. Να σου παίρνει το βάρος και όχι να σου προσθέτει κι άλλο. Έχει πει κάτι πολύ εύστοχο ο Μπενίνι: η ιστορία του homo sapiens είναι μια ιστορία στερήσεων, πόνου, κυνηγητών και δύσκολων καταστάσεων. Το γέλιο είναι μια σχετικά καινούργια κατάσταση, ένα καινούργιο συναίσθημα στην εξέλιξη. Πολλές φορές δεν το επιτρέπουμε στους εαυτούς μας γιατί είναι ακόμα ξένο. Η χαρά – πιστεύω – είναι ένα συναίσθημα καινούργιο και ανώτερο στην εξέλιξη που οφείλουμε να το καλλιεργούμε. Οπότε σε αυτές τις στιγμές πρέπει να καλλιεργούμε την αισιοδοξία και να αναπαράγουμε θετικά μηνύματα, όχι με έναν χαζοχαρούμενο τρόπο, αλλά με έναν ειλικρινή τρόπο . Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Γιατί υπάρχουν τα θετικά μηνύματα μέσα σε όλη αυτή την ιστορία. Όπως λες κι εσύ, ίσως και να «οφείλουμε» να το κάνουμε. Γιατί είναι πάρα πολύ εύκολο να κάνεις το αντίθετο. Βλέπουμε, για παράδειγμα, πως σε όλα τα κανάλια ασχολούνται με το να κατηγορούνε, να γκρινιάζουν, να αλληλοκατηγορούνται κλπ. Ουσιαστικά, δηλαδή, επικεντρωνόμαστε σε μια επίρρηψη ευθυνών, που αυτό είναι το πιο εύκολο. Αυτά είναι πολύ απλοϊκά μηνύματα και ίσως να είναι και πολύ εμπορικό να το κάνει κάποιος αυτή την εποχή. Τηρώντας μια τέτοια στάση, η επιτυχία είναι σίγουρη. Το θέμα είναι όμως ότι το χτίσιμο είναι πάντα πολύ πιο δύσκολο από την καταστροφή. Και αυτό είναι και το πιο δύσκολο για να γράψεις ένα κομμάτι. Δεν ξέρω. Στον επόμενο δίσκο θα έχουμε αρκετά τέτοια κομμάτια και δεν ξέρω, θα δούμε, αν θα μας πετύχει αυτό.
Είναι περίεργο πάντως αυτό που επισημαίνεις. Διάβαζα σχετικά κάπου ότι οι περισσότερες – αν όχι όλες – οι θρησκείες στον κόσμο, αποτρέπουν τους πιστούς τους από το να γελάνε, από το να είναι χαρούμενοι. Η δική μας θρησκεία επιτάσσει να είμαστε ταπεινοί, με το κεφάλι κάτω. Ακόμα και αν γελάσεις την ώρα που γίνεται ένας γάμος, μπορεί να δεχτείς την παρατήρηση του παπά. Μα, όταν γελάμε, βιώνουμε ένα πολύ όμορφο πράγμα.
Ακριβώς.
Δεν μπορεί να είναι κακό ή απαγορευμένο αυτό το πράγμα.
Ίσως μάλιστα αυτό να είναι και κάτι που μας διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα ζώα. Έχουμε ένα επιπλέον συναίσθημα στη θετική μας γκάμα. Στην αρνητική έχουμε πολλά κοινά με τα ζώα: τον πόνο, το σφάδασμα, τη συρρίκνωση του προσώπου. Δεν ξέρω, μου έκανε φοβερή εντύπωση αυτό που είχε πει ο Μπενίνι: ότι είναι ένα συναίσθημα, τόσο καινούργιο, που πρέπει να το επιτρέψουμε και να το καλλιεργούμε. Και πιστεύω ότι ίσως για αυτό πολλές φορές να κατηγορούμαστε (σ.σ. οι Locomondo) ότι παραείμαστε εύθυμοι. Ίσως τελικά αυτό που κάνουμε να είναι ένα βήμα πιο μπροστά και όχι ένα βήμα πιο πίσω. Δεν ξέρω. Εγώ πάντως νιώθω πάρα πολύ καλά με αυτή τη στάση που κρατάμε. Κάθε φορά που λέω μια εποικοδομητική κουβέντα σε μια συναυλία, αμέσως νιώθω καλύτερα και το κοινό νιώθει καλύτερα. Χωρίς να «γλύψω» κάποιον. Κάθε φορά όμως πρέπει να επικεντρωνόμαστε στα θετικά στοιχεία. Για παράδειγμα, αυτό το τραπεζάκι εδώ ανάμεσά μας. Εσύ μπορεί να πεις ότι είναι γδαρμένο. Μπορείς όμως να πεις ότι χωράει και το κασετοφωνάκι σου και το τσάι μου και τα κινητά μας...
Και είναι και στο σωστό ύψος.
Κάπως έτσι.
Είναι η παλιά ιστορία με το μισοάδειο και το μισογεμάτο ποτήρι.
Έτσι. Ναι.
Κάθε φορά που παίζετε το «Pro», σε όλες τις συναυλίες σας, λες εμφατικά...
Μια περιγραφή και όχι μια προτροπή.
Γιατί το κάνεις αυτό; Ανησυχείς μήπως το παρεξηγήσει κάποιος ή έτσι είναι πολιτικώς ορθό;
Όχι, όχι. Για μένα είναι πολύ σημαντικό το να μην παρανοηθεί το μήνυμα. Τα τραγούδια που γράφονται στο πρώτο ενικό πρόσωπο έχουνε πολύ μεγαλύτερη ισχύ από τα τραγούδια στο τρίτο ενικό. Για παράδειγμα, αν πω: «ο Γιώργος πήγε, ο Γιώργος έκανε, ο Γιώργος ήπιε και ένα τσιγάρο» πάντα θα είναι ο Γιώργος. Άμα πω όμως: «εγώ έκανα αυτό, εκείνο, το άλλο» είναι διαφορετικό. Υπάρχει ο κίνδυνος, ειδικά για τα νέα παιδιά που έχουν πολλές φορές τους καλλιτέχνες για πρότυπα, να θεωρηθεί αυτό ένα μέρος της προσωπικότητάς σου. Ότι δηλάδή εσύ είσαι αυτό. Και η πλάκα είναι ότι, παρότι δε με πιστεύει κανείς, δεν έχω καμία σχέση με αυτά.
Με ουσίες και τέτοια εννοείς;
Ναι. Ακριβώς. Γελάνε τα παιδιά μαζί μου, γιατί πριν τη συναυλία όλοι ζητάνε κανένα ποτό ή τίποτα μπύρες κι εγώ ζητάω κανένα χυμό. Γενικά είμαι υποστηρικτής της υγιεινής διατροφής και διαβίωσης. Αν ερχόταν κάποιος και μου ζήταγε να του προτείνω έναν τρόπο ζωής, θα του απαντούσα να κάνει αθλητισμό, να κοιμάται καλά και να τρώει υγιεινά και όχι πλαστικά. Δεν θα του έλεγα επουδενί να την «ψάξει» αλλού. Είναι διαφορετικό το τι έχει κάνει ο καθένας μας όταν ήταν μικρός. Το θέμα είναι ότι έχει αυξηθεί το κοινό στις ηλικίες 8 – 12 ετών και πρέπει σε αυτά τα μηνύματα να εξηγείς ότι το κομμάτι είναι μια περιγραφή και όχι μια προτροπή. Μας είχε πειράξει αυτό στην αρχή. Επί ένα χρόνο δεν το παίζαμε καν.
Δεν το είχατε δισκογραφήσει κιόλας.
Δεν το είχαμε δισκογραφήσει συνειδητά. Και ξαφνικά βγήκε. Παίζαμε σε ένα μαγαζί, ηχογραφήθηκε από την κονσόλα, έφυγε από λάθος και βρέθηκε σαν ringtone σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό κινητών τηλεφώνων. Ερχότανε λοιπόν ο κόσμος στις συναυλίες για να ακούσει αυτό το κομμάτι. Επί έναν χρόνο και περισσότερο δεν το παίζαμε. Δεν θέλαμε. Εϊχαμε κάνει ένα σωρό πράγματα: είχαμε πάει στηΤζαμάικα, είχαμε γράψει πολύ ωραία τραγούδια, είχαμε κάνει ωραίες συνεργασίες και τελικά αυτό που «κόλλησε» ήταν αυτό. Πέρασε όμως ο καιρός και είδαμε ότι ο κόσμος το είχε κάνει ήδη δικό του. Έτσι, με χιουμοριστική διάθεση, ξαναρχίσαμε να το παίζουμε. Η ανησυχία μου όμως είναι πιο πολύ για τα μικρά παιδιά. Ο εικοσάρης είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Και έχει ακούσει και πολύ χειρότερα, ίσως, από την δισκογραφία του εξωτερικού.
Σίγουρα, αλλά κάπου δίνεται μια λάθος εικόνα. Γιατί δεν είμαστε έτσι. Αν δεις όλα τα παιδιά δεν έχουμε αυτό ως κοινό παρονομαστή. Είναι άλλα πράγματα. Επιπλέον, ποτέ δε μου άρεσε η νοοτροπία του τύπου «προκαλώ για να πουλήσω». Ποτέ δεν το κάναμε. Υπάρχουν κομμάτια που έχω στο κεφάλι μου, που είναι απίστευτα προκλητικά και τα λέμε μεταξύ μας, και δεν τα βγάζουμε επίτηδες. Δεν μας αρέσει αυτή η φτηνή προσέγγιση.
Νιώθεις επομένως την ευθύνη.
Φυσικά. Μα βλέπεις από κάτω παιδιά δέκα και δώδεκα ετών να σε κοιτάνε σαν πρότυπο. Σου λένε ότι θέλουν να κάνουν το ίδιο με σένα όταν μεγαλώσουν ή ότι θέλουν να κάνουν κι εκείνα τα μαλλιά τους ράστα ή ότι θέλουν να κάνουν ελληνική reggae. Για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό. Ήταν ένα βράδυ που δεν είχα καταφέρει να κοιμηθώ νωρίς, είχε σχεδόν ξημερώσει και ανοίγω την τηλεόραση όπου δείχνανε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Οι εφημερίδες έγραφαν για το κομμάτι: «ο ύμνος του χασίς». Ή ότι διαφημίζουμε τα ναρκωτικά στα παιδιά και τέτοια. Τρελάθηκα. Με πόνεσε πολύ. Γιατί δεν θα έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο σε οποιονδήποτε ερχόταν να με συζητήσει. Και σκέψου ότι δεν το είχαμε καν δισκογραφήσει.
Αυτό μας φέρνει και στην – ίσως – τελευταία μου ερώτηση. Το «Pro» ήταν ένα τραγούδι που δεν είχε δισκογραφηθεί, αλλά έφτασε στον κόσμο. Έτσι όπως έχει αρχίσει το τοπίο να διαμορφώνεται στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη, με ποιον τρόπο πιστεύεις ότι θα διαδίδεται η μουσική στο μέλλον; Επιπλέον, τι είναι αυτό που κάνει ένα συγκρότημα με πιο εναλλακτική ματιά στα πράγματα, να κάνει χρυσό δίσκο;
Πήραμε τον πρώτο μας χρυσό δίσκο. Αυτό ήτανε εξωπραγματικό για μας. Εξωπραγματικό με βάση την τωρινή κατάσταση. Και είμαστε και ένα σχήμα που δεν χρησιμοποιεί τα συνήθη τεχνάσματα που κάνουν ένα δίσκο χρυσό και πλατινένιο πριν την κυκλοφορία του ακόμα. Αυτό ήταν αποτέλεσμα πραγματικών πωλήσεων. Έχει αλλάξει ο τρόπος που ακούμε μουσική. Αυτό είναι γεγονός. Η προηγούμενη γενιά από τη δική μου, αλλά και η δική μου, άκουγε μουσική από βινύλλια. Τα αγοράζαμε από το δισκάδικο, τα προσέχαμε, τα μυρίζαμε (γέλια). Ακούγαμε όλη την πλευρά. Αν ήθελες να ακούσεις ξανά ένα σόλο, έπρεπε να σηκωθείς από την καρέκλα και να πλησιάσεις το πικάπ. Δεν γινόντουσαν όλα με ένα κλικ. Υπήρχε λοιπόν ένας μεγαλύτερος σεβασμός στο χρόνο που αφιέρωνες για αυτό το πράγμα. Ήταν μια ολιστική εμπειρία. Τώρα πιστεύω ότι η μουσική βαδίζει στην κατεύθυνση του ringtone. Τα παιδιά δεν έχουν υπομονή να ακούσουν εφτάλεπτα κι οκτάλεπτα κομμάτια με εισαγωγές τεράστιες και μεγάλα σόλο. Δεν έχουν καν υπομονή να ακούσουν ένα τρίλεπτο τραγούδι. Πιστεύω λοιπόν ότι στο μέλλον θα έχουμε τραγούδια που θα αποτελούνται από ένα κουπλέ και ένα ρεφραίν, τα οποία μάλιστα θα φεύγουν από τα κινητά τηλέφωνα, γιατί θα βαριόμαστε να πάμε και μέχρι το σπίτι. Πιστεύω, δηλαδή, ότι σε δέκα χρόνια η μουσική θα είναι μουσική πολύ κοφτών και γρήγορων μηνυμάτων μέσα σε 30-40 δευτερόλεπτα. Έχει αλλάξει και ο τρόπος που παρακολουθούμε συναυλίες. Βλέπεις στην τηλεόραση τις εμφανίσεις των μεγάλων ονομάτων – Shakira, Beyonce, Lady gaga – και από κάτω ο κόσμος παρακολουθεί μαγνητοσκοπώντας ταυτόχρονα με το κινητό στο χέρι. Η εμπειρία, πλέον, είναι εμπειρία μόνο αν υπάρχει σε ψηφιακή μορφή. Έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο. Δεν το κρίνω θετικά ή αρνητικά. Γιατί και οι γονείς μας ίσως να θεωρούσαν ιεροσυλία να ακούσουν τους Who…
Ή να μιλήσουν κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Μπράβο. Κατάλαβες; Σίγουρα αυτά αλλάζουνε. Τώρα σε αυτή την αλλαγή εμείς θα παίξουμε το ρόλο των συντηρητικών, που θα μας φαίνεται φρικαλέο και τα παιδιά θα λένε: κοίτα αυτούς τους ξενέρωτους. Αυτό είναι. Γεράσαμε κι εμείς και τα βλέπουμε έτσι (γέλια). Είναι αλματώδης η αλλαγή.
Λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας.
Τα μυαλά μας όμως πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτές τις ταχύτητες. Δεν γίνεται αλλιώς. Εμείς εδώ πηγαίνουμε πάντοτε με το ρυθμό της χελώνας. Ένα video clip σιγά – σιγά. Να κάνουμε ένα κάθε δύο χρόνια. Έξω το διαχειρίζονται αλλιώς.
Πάντως στο εξωτερικό, φέτος, τη χρονιά που μόλις έφυγε, η δισκογραφία παρουσίασε αύξηση στις πωλήσεις της. Και αυτό που παρουσίασε ιδιαίτερη αύξηση ήταν οι πωλήσεις βινυλλίου.
Εμείς τώρα κυκλοφορήσαμε ένα βινύλλιο στη Γερμανία σε 300 συλλεκτικά κομμάτια. Λέγεται Locomondo «best of» και περιέχει κάποια κομμάτια δικά μας και έχει και μια γερμανική διασκευή μέσα.
Το διάβασα στο site σας αυτό. Θύμισε μου ποιανού είναι αυτό το τραγούδι.
Αυτό είναι του Udo Jurgens, που ήτανε ένας μεγάλος λαϊκός σταρ της Γερμανίας στη δεκαετία του 1970, αλλά παίζει ακόμα. Εϊναι «δεινόσαυρος». Είναι απίστευτος. Μεγάλος δημιουργός για μένα. Και μεγάλος στιχουργός. Παίζει πιάνο, ενορχηστρώνει, τραγουδάει. Σαν το Sinatra της Γερμανίας. Εκείνο το κομμάτι έλεγε για τον Έλληνα μετανάστη, τον οποίο συναντάει ο τραγουδοποιός σε μια ταβέρνα. Πολύ συγκινητικό. Εμένα αυτό το τραγούδι πάντα με άγγιζε. Έχει γίνει κιτς στη Γερμανία αυτό. Του βάλαμε ένα ελληνικό κουπλέ, στο οποίο απαντάει ο μετανάστης, και έχει γίνει πολύ ωραίο.
Πως το βρίσκει κανείς αυτό;
Υπάρχει στο ίντερνετ. Στο itunes και σε άλλα σχετικά sites. Υπάρχει μια εκδοχή με δύο κουπλέ γερμανικά και μια εκδοχή με ένα γερμανικό και ένα ελληνικό. Στο βινύλλιο είναι με το ελληνικό. Την παραγωγή – γιατί ο ήχος είναι διαφορετικός από ό,τι συνήθως – έχει κάνει ο ντράμερ του Gentleman. Ο Gentleman είναι ένας από τους μεγαλύτερους reggae stars της Γερμανίας. Γεμίζει αρένες. Το cd βγήκε λοιπόν στη Γερμανία τον Απρίλιο του 2011.
Στη Γερμανία υπάρχει λοιπόν αρκετός κόσμος που σας γνωρίζει.
Στη Γερμανία ναι. Έχουμε αρχίσει να πηγαίνουμε από παλιά, από το 2006. Με πολύ κόπο. Παίζαμε σε μικρά μαγαζιά και τώρα έχουμε φτάσει να τα γεμίζουμε. Προχθές παίζαμε σε ένα ιστορικό μαγαζί για 600 άτομα. Στο ίδιο μαγαζί παίζανε πριν από εμάς οι Sepultura. Είναι ιστορικό μαγαζι. Έχουν παίξει εκεί οι Sex Pistols, οι Clash, ο Bowie. Και παίζουμε και σε μεγάλα φεστιβάλ. Αν δεις το video clip από το «Μαγικό Χαλί» είναι γυρισμένο σε μεγάλα φεστιβάλ στη Γερμανία με 70.000 κόσμο. Τρομερές εμπειρίες είναι αυτά. Αλλά συγκεκριμένα στη Γερμανία, γιατί εγώ ήμουν φοιτητής εκεί. Έχω την άνεση της γλώσσας και μιλάω στο κοινό ανάμεσα στα κομμάτια.
Οπότε υπάρχει επικοινωνία.
Ναι.
Και τι είχες σπουδάσει εκεί;
Εγώ είχα πάει το 1992, αμέσως μόλις τέλειωσα το σχολείο, και σπουδασα για τρία χρόνια βιολογία. Παράλληλα έκανα μια σχολή jazz κιθάρας και φωνητικών. Μετά άφησα τη βιολογία γιατί άρχισα και δούλευα εκεί σε κάτι ρεμπετάδικα. Ασχολήθηκα μόνο με τη μουσική και έπαιξα σε διάφορα γκρουπ. Έπαιζα με τσιγγάνους jazz τύπου Django Reinhardt, έπαιζα για τρία χρόνια σε big band, έπαιζα διάφορα. Ήμουνα δάσκαλος σε ένα σχολείο. Ήταν πολύ καλή δουλειά αυτή και ήθελα να μείνω στη Γερμανία. Ήρθα όμως πίσω για να κάνω τη στρατιωτική μου θητεία και εδώ μαζί με ένα παιδί φτιάξαμε τους Locomondo. Γράψαμε τα πρώτα κομμάτια και μπήκαμε κατευθείαν στο στούντιο. Μας άκουσε ο Άκης Γκολφίδης, ο παλιός ηχολήπτης και παραγωγός και μας έκανε τον πρώτο δίσκο. Από την αρχή καταλάβαμε ότι πήγαινε να γίνει κάτι. Έμεινα εδώ λοιπόν και δεν το μετάνιωσα ποτέ.
*Ο Γιώργος Μυζάλης είναι μουσικολόγος.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.proswpa&id=11709
Τι θα περιλαμβάνει η συναυλία του Σαββάτου; Θα είναι ακόμα μία συναυλία των Locomondo, όπως την ξέρουμε έως τώρα;
Κοίτα, το πρόγραμμα κάθε χρονιάς έχει ως εξής: παίζουμε μέχρι τέλος Σεπτέμβρη, μετά σταματάμε και από Γενάρη αρχίζουμε και πάλι τα live. Επομένως αυτή είναι η πρώτη συναυλία της χρονιάς στην Αθήνα, γιατί κάναμε και δύο στην Κύπρο. Έχουμε καινούργια κομμάτια πολλά. Η σύνθεση της μπάντας είναι η ίδια. Έχουμε μπει σε μία φάση που εμένα μου θυμίζει λίγο το Bruce Springsteen και την E-street band.
Που δεν αλλάζει, δηλαδή, η σύνθεση της μπάντας;
Ναι. Ακριβώς. Έχει τους ίδιους μουσικούς εδώ και είκοσι χρόνια, χωρίς να τους αλλάζει και βασίζεται σε αυτούς. Κάπως έτσι το βλέπω κι εγώ. Δηλαδή, το σχήμα έχει φτάσει σε μια φάση που δεν θα ήθελα να αλλάξω κανέναν. Όπως είναι τώρα μου αρέσει. Από την κοπέλα που πουλάει τα μπλουζάκια μέχρι το σολίστα. Η παρέα μού αρέσει πάρα πολύ έτσι. Αυτό που πιστεύω ότι έχουμε δουλέψει πάρα πολύ μέσα σε αυτό το χρόνο είναι το live show μας. Έχει γίνει ακόμα πιο δυναμικό, ακόμα πιο εκρηκτικό. Έχουμε προσέξει πολύ τις λεπτομέρειες και φυσικά έχουμε ακόμα αρκετή δουλειά. Πέρυσι, νομίζω, ήταν η πρώτη χρονιά που αρχίσαμε να δουλεύουμε και τα μεγάλα πατάρια, όπου, κάποτε παίζαμε δυο τρεις φορές το χρόνο και, τώρα παίζουμε σχεδόν κάθε φορά. Έχουμε προσαρμόσει δηλαδή και το show στο μεγάλο χώρο. Έχουμε ξεφύγει πια από τα μικρά μαγαζιά, όπου δεν χωρούσαμε καλά καλά πάνω στο πατάρι.
Αυτό το είδος της μουσικής, το ska και η reggae, ίσως και με αφορμή τη δική σας επιτυχία, άρχισε κάποια στιγμή να γίνεται «μόδα» και στην ελληνική μουσική.
Σε μικρό βαθμό θα έλεγα. Θα μπορούσα να το φανταστώ και πιο μεγάλο, αν το συγκρίνουμε και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ωστόσο, αυτό το κύμα υπήρξε. Μου έλεγες προηγουμένως για το «Rasta Susta», του Ευριπίδη Ζεμενίδη, ότι είναι το πρώτο ωραίο ελληνικό reggae κομμάτι που άκουσες.
Ναι. Στο κομμάτι αυτό το «groove» είναι σε υψηλό επίπεδο. Αυτή η μουσική ζει από αυτό το πράγμα. Groove είναι το χαντάκι ρε παιδί μου. Το αυλάκι που σκάβεις για να μπει ο ρυθμός και να μην πηγαίνει δεξιά – αριστερά. Να είναι χορέψιμος. Αυτό το πράγμα μού άρεσε εκεί πέρα. Αυτό είναι και το δύσκολο πιστεύω. Γιατί να τραγουδήσεις κάτι ή να παίξεις, ακόμα και κάποια δύσκολα πράγματα, γίνεται. Το θέμα είναι πως θα αποδώσεις το «groove», γιατί και εμείς που – υποτίθεται – ότι το κάνουμε σωστά, θέλουμε – και σε αυτό – πολλή δουλειά.
Είδαμε όμως και ανθρώπους που δεν θα φανταζόμασταν ποτέ να παίζουν reggae. Μέχρι και οι τραγουδιστές στις πίστες.
Όντως. Κάποια στιγμή όλοι κάνανε τα κομμάτια τους reggae. Αυτό που τελικά όμως κατάλαβα εγώ είναι ότι ο κόσμος δεν «τσίμπησε» με το groove της reggae. Δεν άρχισε ξαφνικά να ακούει reggae. Απλώς κάτι του άρεσε στο συγκεκριμένο, το δικό μας, σχήμα. Διαφορετικά θα είχαν επιτυχία και όλα τα άλλα reggae σχήματα. Είναι αυτό που λέγαμε και νωρίτερα. Για να καταλάβεις αυτό το ρυθμό και για να τον αποδώσεις σωστά, θα πρέπει να τον ακούς πολλά χρόνια. Είναι τόσο απλός, αλλά και τόσο δύσκολος ταυτόχρονα.
Επίσης, οι άνθρωποι που παίζουν αυτό το ρυθμό, παίζουν μόνο αυτό το είδος. Έτσι δεν είναι;
Ακριβώς. Για παράδειγμα ο μπασίστας μας, μάλλον, είναι ο μόνος στην Ελλάδα που παίζει μόνο reggae. Δηλαδή, αν τον βάλεις να παίξει το «Απόψε στις ακρογιαλιές», δε μπορεί (γέλια). Θα παίξει μόνο reggae, soul, funk και disco. Μόνο αυτό το στυλ.
Έχεις γράψει τραγούδια σε άλλο στυλ ποτέ;
Ναι. Σϊγουρα. Κοίτα, εγώ παλαιότερα έπαιζα πολύ ρεμπέτικο. Έχω γράψει και πιο λαϊκά πράγματα και πιο ροκ και πιο πανκ, αλλά στο συγκεκριμένο σχήμα αυτό που ταιριάζει, πιστεύω ότι, είναι αυτή η άρση. Το off beat. Αυτό το reggae ska, που ουσιαστικά έχει γίνει ένα δικό μας στυλ. Έχουμε επηρεαστεί πολύ από reggae και από Manu Chao. Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ και η country μουσική. Ο Johnny Cash, οι Pogues, η ιρλανδική country. Μου αρέσουν πολύ αυτά. Πιστεύω ότι είναι λαϊκές μουσικές που από τη μία είναι χορέψιμες και από την άλλη λένε ωραία πράγματα. Μου αρέσει αυτό που λένε story teller. Τα να διηγείσαι δηλαδή μια ιστορία. Αυτές οι μουσικές είναι ένα πολύ ωραίο όχημα για να το κάνεις.
Ναι γιατί, επί της ουσίας, είναι απλές οι φόρμες του και βοηθούν την αφήγηση των στίχων να ακουστεί και να αναδειχθεί.
Ακριβώς. Είναι απλές, αλλά είναι χορέψιμες. Σε πάνε μπροστά, δεν σε πάνε πίσω. Δεν σε «ρίχνουν».
Μιας και μίλησες για τα ακούσματά σου, στο ρεπερτόριο των Locomondo, ασχέτως των διασκευών που έχετε κάνει κατά καιρούς, εντοπίζεις κάποιες επιρροές, είτε από το ρεμπέτικο, είτε από το δημοτικό, είτε από κάποιο άλλο μουσικό είδος; Πολλοί είναι εκείνοι που συνδέουν τη reggae με το ρεμπέτικο για παράδειγμα.
Κοίτα, απευθείας σύνδεση δε μπορείς να πεις ότι έχει. Η reggae είναι η παραδοσιακή μουσική της Τζαμάικα. Εδώ, η μίξη του ρεμπέτικου με το δημοτικό έγινε η μουσική που χαρακτηρίζει τη χώρα μας. Αν παρατηρήσεις τις δύο ιστορίες χωριστά, θα δεις πόσα κοινά έχουνε. Και δε μιλάω για τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματός τους (γέλια). Το ρεμπέτικο προήλθε από μια βίαιη κατανομή πληθυσμού, όπου κάποιοι ήρθανε, για οποιοδήποτε λόγο,πρόσφυγες από αλλού και φέρανε τη μουσική τους κουλτούρα. Η κουλτούρα τους αυτή συγχωνεύτηκε με την εγχώρια κουλτούρα και έδωσε ένα νέο μείγμα. Γεννήθηκε έτσι το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Στη reggae πήρανε τους μαύρους από διάφορες φυλές και τους μοιράσανε σε διάφορα νησιά. Στο κάθε πλοίο όμως τότε βάζανε μια συγκεκριμένη φυλή, δεν τους ανακατεύανε. Έτσι στη Τζαμάικα είχε άλλες αφρικανικές φυλές σκλάβων από ό,τι είχε η Κούβα ή το Πόρτο Ρίκο. Στη Τζαμάικα έφτασε μια συγκεκριμένη φυλή – δεν θυμάμαι τώρα το όνομά της – η οποία συνέχισε να ζει σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον, έχοντας όλη αυτή την κουλτούρα με τα κρουστά από αιώνες. Αυτή η κουλτούρα συγχωνεύθηκε με δυτικές μελωδίες, με παρελάσεις, με τη rhythm and blues κουλτούρα που ερχόταν από την Αμερική και έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη reggae. Βλέπω πολλά κοινά σημεία, ανάμεσα στα δύο είδη, με τη βίαιη μεταφορά πληθυσμών. Το δεύτερο κοινό σημείο είναι τα ναρκωτικά. Η θεματολογία των τραγουδιών και στα δύο είδη περιστρέφεται έντονα γύρω από τη χρήση μαριχουάνας και χασίς. Το τρίτο κοινό σημείο των δύο ειδών είναι ότι μια μουσική που γεννήθηκε στο περιθώριο – στο ρεμπέτικο σίγουρα στο περιθώριο και στη reggae στις φαβέλες γύρω από το Kingston – έρχεται και γίνεται, από μουσική του περιθωρίου, η μουσική που χαρακτηρίζει τη χώρα. Σήμερα, αν πεις Τζαμάικα, θα σκεφτείς τη reggae. Αν πεις Ελλάδα, θα σκεφτείς ρεμπέτικο, θα σκεφτείς μπουζούκι. Ένα όργανο που ήταν κατάπτυστο τη δεκαετία του 1930, γίνεται το εθνικό όργανο. Επομένως βρίσκω πολλά κοινά στοιχεία. Αυτά τα κοινά στοιχεία είδε και ο Ted Bafaloukos, ένας Έλληνας από την Άνδρο, που ζούσε στην Αμερική και έκανε την πιο γνωστή ταινία για τη reggae, που λέγεται «Rockers». Όταν του εξέφρασα την απορία μου για την επιλογή του να κάνει μια ταινία για τη reggae, μου απάντησε ότι του θύμισε το ρεμπέτικο. Ο τρόπος που περπατούσαν στην Τζαμάικα οι καλλιτέχνες της reggae του θύμισε τα κουτσαβάκια στον Πειραιά. Ακόμα, η μαγκιά, το slang, η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους για να συνεννοούνται και να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Κάτι τέτοιο μάς έκανε κλικ, μας φάνηκε γνώριμο.
Αυτή την εποχή που στην Ελλάδα «κάνει κρύο» – κυριολεκτικά και μεταφορικά – πόσο εύκολο είναι να γράψει κανείς τραγούδια; Τι είδους τραγούδια μπορεί να γράψει και κατά πόσο «οφείλει» να το κάνει, με δεδομένο ότι τα τραγούδια πολλές φορές έχουν – ή θα έπρεπε να έχουν – και άλλες προεκτάσεις.
Πάντοτε πίστευα ότι η μουσική πρέπει να είναι φάρμακο. Ο τραγουδοποιός μπορεί να εκφράζει αυτά που νιώθει ο απλός άνθρωπος με ένα τραγούδι. Έτσι κάποιος μπορεί να αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα σε ένα τραγούδι. Ωστόσο, ένα άλλο σημαντικό πράγμα είναι η μουσική να είναι φάρμακο. Δηλαδή να πηγαίνεις σε ένα live και να γυρίζεις πιο ανάλαφρος. Να σου παίρνει το βάρος και όχι να σου προσθέτει κι άλλο. Έχει πει κάτι πολύ εύστοχο ο Μπενίνι: η ιστορία του homo sapiens είναι μια ιστορία στερήσεων, πόνου, κυνηγητών και δύσκολων καταστάσεων. Το γέλιο είναι μια σχετικά καινούργια κατάσταση, ένα καινούργιο συναίσθημα στην εξέλιξη. Πολλές φορές δεν το επιτρέπουμε στους εαυτούς μας γιατί είναι ακόμα ξένο. Η χαρά – πιστεύω – είναι ένα συναίσθημα καινούργιο και ανώτερο στην εξέλιξη που οφείλουμε να το καλλιεργούμε. Οπότε σε αυτές τις στιγμές πρέπει να καλλιεργούμε την αισιοδοξία και να αναπαράγουμε θετικά μηνύματα, όχι με έναν χαζοχαρούμενο τρόπο, αλλά με έναν ειλικρινή τρόπο . Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Γιατί υπάρχουν τα θετικά μηνύματα μέσα σε όλη αυτή την ιστορία. Όπως λες κι εσύ, ίσως και να «οφείλουμε» να το κάνουμε. Γιατί είναι πάρα πολύ εύκολο να κάνεις το αντίθετο. Βλέπουμε, για παράδειγμα, πως σε όλα τα κανάλια ασχολούνται με το να κατηγορούνε, να γκρινιάζουν, να αλληλοκατηγορούνται κλπ. Ουσιαστικά, δηλαδή, επικεντρωνόμαστε σε μια επίρρηψη ευθυνών, που αυτό είναι το πιο εύκολο. Αυτά είναι πολύ απλοϊκά μηνύματα και ίσως να είναι και πολύ εμπορικό να το κάνει κάποιος αυτή την εποχή. Τηρώντας μια τέτοια στάση, η επιτυχία είναι σίγουρη. Το θέμα είναι όμως ότι το χτίσιμο είναι πάντα πολύ πιο δύσκολο από την καταστροφή. Και αυτό είναι και το πιο δύσκολο για να γράψεις ένα κομμάτι. Δεν ξέρω. Στον επόμενο δίσκο θα έχουμε αρκετά τέτοια κομμάτια και δεν ξέρω, θα δούμε, αν θα μας πετύχει αυτό.
Είναι περίεργο πάντως αυτό που επισημαίνεις. Διάβαζα σχετικά κάπου ότι οι περισσότερες – αν όχι όλες – οι θρησκείες στον κόσμο, αποτρέπουν τους πιστούς τους από το να γελάνε, από το να είναι χαρούμενοι. Η δική μας θρησκεία επιτάσσει να είμαστε ταπεινοί, με το κεφάλι κάτω. Ακόμα και αν γελάσεις την ώρα που γίνεται ένας γάμος, μπορεί να δεχτείς την παρατήρηση του παπά. Μα, όταν γελάμε, βιώνουμε ένα πολύ όμορφο πράγμα.
Ακριβώς.
Δεν μπορεί να είναι κακό ή απαγορευμένο αυτό το πράγμα.
Ίσως μάλιστα αυτό να είναι και κάτι που μας διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα ζώα. Έχουμε ένα επιπλέον συναίσθημα στη θετική μας γκάμα. Στην αρνητική έχουμε πολλά κοινά με τα ζώα: τον πόνο, το σφάδασμα, τη συρρίκνωση του προσώπου. Δεν ξέρω, μου έκανε φοβερή εντύπωση αυτό που είχε πει ο Μπενίνι: ότι είναι ένα συναίσθημα, τόσο καινούργιο, που πρέπει να το επιτρέψουμε και να το καλλιεργούμε. Και πιστεύω ότι ίσως για αυτό πολλές φορές να κατηγορούμαστε (σ.σ. οι Locomondo) ότι παραείμαστε εύθυμοι. Ίσως τελικά αυτό που κάνουμε να είναι ένα βήμα πιο μπροστά και όχι ένα βήμα πιο πίσω. Δεν ξέρω. Εγώ πάντως νιώθω πάρα πολύ καλά με αυτή τη στάση που κρατάμε. Κάθε φορά που λέω μια εποικοδομητική κουβέντα σε μια συναυλία, αμέσως νιώθω καλύτερα και το κοινό νιώθει καλύτερα. Χωρίς να «γλύψω» κάποιον. Κάθε φορά όμως πρέπει να επικεντρωνόμαστε στα θετικά στοιχεία. Για παράδειγμα, αυτό το τραπεζάκι εδώ ανάμεσά μας. Εσύ μπορεί να πεις ότι είναι γδαρμένο. Μπορείς όμως να πεις ότι χωράει και το κασετοφωνάκι σου και το τσάι μου και τα κινητά μας...
Και είναι και στο σωστό ύψος.
Κάπως έτσι.
Είναι η παλιά ιστορία με το μισοάδειο και το μισογεμάτο ποτήρι.
Έτσι. Ναι.
Κάθε φορά που παίζετε το «Pro», σε όλες τις συναυλίες σας, λες εμφατικά...
Μια περιγραφή και όχι μια προτροπή.
Γιατί το κάνεις αυτό; Ανησυχείς μήπως το παρεξηγήσει κάποιος ή έτσι είναι πολιτικώς ορθό;
Όχι, όχι. Για μένα είναι πολύ σημαντικό το να μην παρανοηθεί το μήνυμα. Τα τραγούδια που γράφονται στο πρώτο ενικό πρόσωπο έχουνε πολύ μεγαλύτερη ισχύ από τα τραγούδια στο τρίτο ενικό. Για παράδειγμα, αν πω: «ο Γιώργος πήγε, ο Γιώργος έκανε, ο Γιώργος ήπιε και ένα τσιγάρο» πάντα θα είναι ο Γιώργος. Άμα πω όμως: «εγώ έκανα αυτό, εκείνο, το άλλο» είναι διαφορετικό. Υπάρχει ο κίνδυνος, ειδικά για τα νέα παιδιά που έχουν πολλές φορές τους καλλιτέχνες για πρότυπα, να θεωρηθεί αυτό ένα μέρος της προσωπικότητάς σου. Ότι δηλάδή εσύ είσαι αυτό. Και η πλάκα είναι ότι, παρότι δε με πιστεύει κανείς, δεν έχω καμία σχέση με αυτά.
Με ουσίες και τέτοια εννοείς;
Ναι. Ακριβώς. Γελάνε τα παιδιά μαζί μου, γιατί πριν τη συναυλία όλοι ζητάνε κανένα ποτό ή τίποτα μπύρες κι εγώ ζητάω κανένα χυμό. Γενικά είμαι υποστηρικτής της υγιεινής διατροφής και διαβίωσης. Αν ερχόταν κάποιος και μου ζήταγε να του προτείνω έναν τρόπο ζωής, θα του απαντούσα να κάνει αθλητισμό, να κοιμάται καλά και να τρώει υγιεινά και όχι πλαστικά. Δεν θα του έλεγα επουδενί να την «ψάξει» αλλού. Είναι διαφορετικό το τι έχει κάνει ο καθένας μας όταν ήταν μικρός. Το θέμα είναι ότι έχει αυξηθεί το κοινό στις ηλικίες 8 – 12 ετών και πρέπει σε αυτά τα μηνύματα να εξηγείς ότι το κομμάτι είναι μια περιγραφή και όχι μια προτροπή. Μας είχε πειράξει αυτό στην αρχή. Επί ένα χρόνο δεν το παίζαμε καν.
Δεν το είχατε δισκογραφήσει κιόλας.
Δεν το είχαμε δισκογραφήσει συνειδητά. Και ξαφνικά βγήκε. Παίζαμε σε ένα μαγαζί, ηχογραφήθηκε από την κονσόλα, έφυγε από λάθος και βρέθηκε σαν ringtone σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό κινητών τηλεφώνων. Ερχότανε λοιπόν ο κόσμος στις συναυλίες για να ακούσει αυτό το κομμάτι. Επί έναν χρόνο και περισσότερο δεν το παίζαμε. Δεν θέλαμε. Εϊχαμε κάνει ένα σωρό πράγματα: είχαμε πάει στηΤζαμάικα, είχαμε γράψει πολύ ωραία τραγούδια, είχαμε κάνει ωραίες συνεργασίες και τελικά αυτό που «κόλλησε» ήταν αυτό. Πέρασε όμως ο καιρός και είδαμε ότι ο κόσμος το είχε κάνει ήδη δικό του. Έτσι, με χιουμοριστική διάθεση, ξαναρχίσαμε να το παίζουμε. Η ανησυχία μου όμως είναι πιο πολύ για τα μικρά παιδιά. Ο εικοσάρης είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Και έχει ακούσει και πολύ χειρότερα, ίσως, από την δισκογραφία του εξωτερικού.
Σίγουρα, αλλά κάπου δίνεται μια λάθος εικόνα. Γιατί δεν είμαστε έτσι. Αν δεις όλα τα παιδιά δεν έχουμε αυτό ως κοινό παρονομαστή. Είναι άλλα πράγματα. Επιπλέον, ποτέ δε μου άρεσε η νοοτροπία του τύπου «προκαλώ για να πουλήσω». Ποτέ δεν το κάναμε. Υπάρχουν κομμάτια που έχω στο κεφάλι μου, που είναι απίστευτα προκλητικά και τα λέμε μεταξύ μας, και δεν τα βγάζουμε επίτηδες. Δεν μας αρέσει αυτή η φτηνή προσέγγιση.
Νιώθεις επομένως την ευθύνη.
Φυσικά. Μα βλέπεις από κάτω παιδιά δέκα και δώδεκα ετών να σε κοιτάνε σαν πρότυπο. Σου λένε ότι θέλουν να κάνουν το ίδιο με σένα όταν μεγαλώσουν ή ότι θέλουν να κάνουν κι εκείνα τα μαλλιά τους ράστα ή ότι θέλουν να κάνουν ελληνική reggae. Για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό. Ήταν ένα βράδυ που δεν είχα καταφέρει να κοιμηθώ νωρίς, είχε σχεδόν ξημερώσει και ανοίγω την τηλεόραση όπου δείχνανε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Οι εφημερίδες έγραφαν για το κομμάτι: «ο ύμνος του χασίς». Ή ότι διαφημίζουμε τα ναρκωτικά στα παιδιά και τέτοια. Τρελάθηκα. Με πόνεσε πολύ. Γιατί δεν θα έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο σε οποιονδήποτε ερχόταν να με συζητήσει. Και σκέψου ότι δεν το είχαμε καν δισκογραφήσει.
Αυτό μας φέρνει και στην – ίσως – τελευταία μου ερώτηση. Το «Pro» ήταν ένα τραγούδι που δεν είχε δισκογραφηθεί, αλλά έφτασε στον κόσμο. Έτσι όπως έχει αρχίσει το τοπίο να διαμορφώνεται στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη, με ποιον τρόπο πιστεύεις ότι θα διαδίδεται η μουσική στο μέλλον; Επιπλέον, τι είναι αυτό που κάνει ένα συγκρότημα με πιο εναλλακτική ματιά στα πράγματα, να κάνει χρυσό δίσκο;
Πήραμε τον πρώτο μας χρυσό δίσκο. Αυτό ήτανε εξωπραγματικό για μας. Εξωπραγματικό με βάση την τωρινή κατάσταση. Και είμαστε και ένα σχήμα που δεν χρησιμοποιεί τα συνήθη τεχνάσματα που κάνουν ένα δίσκο χρυσό και πλατινένιο πριν την κυκλοφορία του ακόμα. Αυτό ήταν αποτέλεσμα πραγματικών πωλήσεων. Έχει αλλάξει ο τρόπος που ακούμε μουσική. Αυτό είναι γεγονός. Η προηγούμενη γενιά από τη δική μου, αλλά και η δική μου, άκουγε μουσική από βινύλλια. Τα αγοράζαμε από το δισκάδικο, τα προσέχαμε, τα μυρίζαμε (γέλια). Ακούγαμε όλη την πλευρά. Αν ήθελες να ακούσεις ξανά ένα σόλο, έπρεπε να σηκωθείς από την καρέκλα και να πλησιάσεις το πικάπ. Δεν γινόντουσαν όλα με ένα κλικ. Υπήρχε λοιπόν ένας μεγαλύτερος σεβασμός στο χρόνο που αφιέρωνες για αυτό το πράγμα. Ήταν μια ολιστική εμπειρία. Τώρα πιστεύω ότι η μουσική βαδίζει στην κατεύθυνση του ringtone. Τα παιδιά δεν έχουν υπομονή να ακούσουν εφτάλεπτα κι οκτάλεπτα κομμάτια με εισαγωγές τεράστιες και μεγάλα σόλο. Δεν έχουν καν υπομονή να ακούσουν ένα τρίλεπτο τραγούδι. Πιστεύω λοιπόν ότι στο μέλλον θα έχουμε τραγούδια που θα αποτελούνται από ένα κουπλέ και ένα ρεφραίν, τα οποία μάλιστα θα φεύγουν από τα κινητά τηλέφωνα, γιατί θα βαριόμαστε να πάμε και μέχρι το σπίτι. Πιστεύω, δηλαδή, ότι σε δέκα χρόνια η μουσική θα είναι μουσική πολύ κοφτών και γρήγορων μηνυμάτων μέσα σε 30-40 δευτερόλεπτα. Έχει αλλάξει και ο τρόπος που παρακολουθούμε συναυλίες. Βλέπεις στην τηλεόραση τις εμφανίσεις των μεγάλων ονομάτων – Shakira, Beyonce, Lady gaga – και από κάτω ο κόσμος παρακολουθεί μαγνητοσκοπώντας ταυτόχρονα με το κινητό στο χέρι. Η εμπειρία, πλέον, είναι εμπειρία μόνο αν υπάρχει σε ψηφιακή μορφή. Έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο. Δεν το κρίνω θετικά ή αρνητικά. Γιατί και οι γονείς μας ίσως να θεωρούσαν ιεροσυλία να ακούσουν τους Who…
Ή να μιλήσουν κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Μπράβο. Κατάλαβες; Σίγουρα αυτά αλλάζουνε. Τώρα σε αυτή την αλλαγή εμείς θα παίξουμε το ρόλο των συντηρητικών, που θα μας φαίνεται φρικαλέο και τα παιδιά θα λένε: κοίτα αυτούς τους ξενέρωτους. Αυτό είναι. Γεράσαμε κι εμείς και τα βλέπουμε έτσι (γέλια). Είναι αλματώδης η αλλαγή.
Λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας.
Τα μυαλά μας όμως πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτές τις ταχύτητες. Δεν γίνεται αλλιώς. Εμείς εδώ πηγαίνουμε πάντοτε με το ρυθμό της χελώνας. Ένα video clip σιγά – σιγά. Να κάνουμε ένα κάθε δύο χρόνια. Έξω το διαχειρίζονται αλλιώς.
Πάντως στο εξωτερικό, φέτος, τη χρονιά που μόλις έφυγε, η δισκογραφία παρουσίασε αύξηση στις πωλήσεις της. Και αυτό που παρουσίασε ιδιαίτερη αύξηση ήταν οι πωλήσεις βινυλλίου.
Εμείς τώρα κυκλοφορήσαμε ένα βινύλλιο στη Γερμανία σε 300 συλλεκτικά κομμάτια. Λέγεται Locomondo «best of» και περιέχει κάποια κομμάτια δικά μας και έχει και μια γερμανική διασκευή μέσα.
Το διάβασα στο site σας αυτό. Θύμισε μου ποιανού είναι αυτό το τραγούδι.
Αυτό είναι του Udo Jurgens, που ήτανε ένας μεγάλος λαϊκός σταρ της Γερμανίας στη δεκαετία του 1970, αλλά παίζει ακόμα. Εϊναι «δεινόσαυρος». Είναι απίστευτος. Μεγάλος δημιουργός για μένα. Και μεγάλος στιχουργός. Παίζει πιάνο, ενορχηστρώνει, τραγουδάει. Σαν το Sinatra της Γερμανίας. Εκείνο το κομμάτι έλεγε για τον Έλληνα μετανάστη, τον οποίο συναντάει ο τραγουδοποιός σε μια ταβέρνα. Πολύ συγκινητικό. Εμένα αυτό το τραγούδι πάντα με άγγιζε. Έχει γίνει κιτς στη Γερμανία αυτό. Του βάλαμε ένα ελληνικό κουπλέ, στο οποίο απαντάει ο μετανάστης, και έχει γίνει πολύ ωραίο.
Πως το βρίσκει κανείς αυτό;
Υπάρχει στο ίντερνετ. Στο itunes και σε άλλα σχετικά sites. Υπάρχει μια εκδοχή με δύο κουπλέ γερμανικά και μια εκδοχή με ένα γερμανικό και ένα ελληνικό. Στο βινύλλιο είναι με το ελληνικό. Την παραγωγή – γιατί ο ήχος είναι διαφορετικός από ό,τι συνήθως – έχει κάνει ο ντράμερ του Gentleman. Ο Gentleman είναι ένας από τους μεγαλύτερους reggae stars της Γερμανίας. Γεμίζει αρένες. Το cd βγήκε λοιπόν στη Γερμανία τον Απρίλιο του 2011.
Στη Γερμανία υπάρχει λοιπόν αρκετός κόσμος που σας γνωρίζει.
Στη Γερμανία ναι. Έχουμε αρχίσει να πηγαίνουμε από παλιά, από το 2006. Με πολύ κόπο. Παίζαμε σε μικρά μαγαζιά και τώρα έχουμε φτάσει να τα γεμίζουμε. Προχθές παίζαμε σε ένα ιστορικό μαγαζί για 600 άτομα. Στο ίδιο μαγαζί παίζανε πριν από εμάς οι Sepultura. Είναι ιστορικό μαγαζι. Έχουν παίξει εκεί οι Sex Pistols, οι Clash, ο Bowie. Και παίζουμε και σε μεγάλα φεστιβάλ. Αν δεις το video clip από το «Μαγικό Χαλί» είναι γυρισμένο σε μεγάλα φεστιβάλ στη Γερμανία με 70.000 κόσμο. Τρομερές εμπειρίες είναι αυτά. Αλλά συγκεκριμένα στη Γερμανία, γιατί εγώ ήμουν φοιτητής εκεί. Έχω την άνεση της γλώσσας και μιλάω στο κοινό ανάμεσα στα κομμάτια.
Οπότε υπάρχει επικοινωνία.
Ναι.
Και τι είχες σπουδάσει εκεί;
Εγώ είχα πάει το 1992, αμέσως μόλις τέλειωσα το σχολείο, και σπουδασα για τρία χρόνια βιολογία. Παράλληλα έκανα μια σχολή jazz κιθάρας και φωνητικών. Μετά άφησα τη βιολογία γιατί άρχισα και δούλευα εκεί σε κάτι ρεμπετάδικα. Ασχολήθηκα μόνο με τη μουσική και έπαιξα σε διάφορα γκρουπ. Έπαιζα με τσιγγάνους jazz τύπου Django Reinhardt, έπαιζα για τρία χρόνια σε big band, έπαιζα διάφορα. Ήμουνα δάσκαλος σε ένα σχολείο. Ήταν πολύ καλή δουλειά αυτή και ήθελα να μείνω στη Γερμανία. Ήρθα όμως πίσω για να κάνω τη στρατιωτική μου θητεία και εδώ μαζί με ένα παιδί φτιάξαμε τους Locomondo. Γράψαμε τα πρώτα κομμάτια και μπήκαμε κατευθείαν στο στούντιο. Μας άκουσε ο Άκης Γκολφίδης, ο παλιός ηχολήπτης και παραγωγός και μας έκανε τον πρώτο δίσκο. Από την αρχή καταλάβαμε ότι πήγαινε να γίνει κάτι. Έμεινα εδώ λοιπόν και δεν το μετάνιωσα ποτέ.
*Ο Γιώργος Μυζάλης είναι μουσικολόγος.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.proswpa&id=11709
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου