τα εν οίκω... εν δήμω
Επικοινωνία: peramahalas@gmail.com

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Ο φίλος μου ο Τζίμης, ο Πακιστανός

Ένας ομορφονιός, δύο μέτρα άντρας, μελαχρινός, με μάτια πράσινα. Αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά που με εντυπωσίασαν στον κύριο που κάθισε δίπλα μου στο αεροπλάνο.

ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ


Ένας ομορφονιός, δύο μέτρα άντρας, μελαχρινός, με μάτια πράσινα. Αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά που με εντυπωσίασαν στον κύριο που κάθισε δίπλα μου στο αεροπλάνο.

 Και οι δύο ταξιδεύαμε από το Αμπού Ντάμπι στην Αθήνα.

 Εγώ βυθισμένη στις σκέψεις μου δεν του έδωσα περισσότερη σημασία. Η αγωνία, και ο φόβος για το τι θα δω στην Ελλάδα του 2012, δεν είχαν βγει από το μυαλό μου από την στιγμή της αναχώρησής μου από την Μελβούρνη. Εγώ αλλιώς την είχα αφήσει την πατρίδα το 2009 και αλλιώς αντιλαμβανόμουν ότι θα την έβρισκα από τα όσα μου έλεγαν φίλοι και συγγενείς τα τελευταία δύο χρόνια. Μού είχε γίνει έμμονη ιδέα αυτή η «άλλη» εικόνα.   Βολευτήκαμε όλοι, δέσαμε τις ζώνες και απογειωθήκαμε.


Σε λίγα λεπτά ο όμορφος νεαρός κύριος, πέταξε ένα χαμόγελο στον γιο μου. «Πως σε λένε;» τον ρώτησε. Η απάντηση του Αλέξανδρου και η ταυτόχρονη ερώτηση του 10χρονου γιού μου που ήθελε να μάθει με τη σειρά του το όνομα του κυρίου, του έδωσε ίσως το θάρρος να απευθυνθεί και σε μένα…  «Εργάζεστε στο Αμπού Ντάμπι;». Του εξηγώ τα πώς και τα τι και τού απευθύνω την ίδια ερώτηση.  «Όχι στην Ελλάδα. Είμαι με τον αδερφό μου και την νύφη μου, κάθονται πίσω. Επιστρέφουμε στην Ελλάδα από το Πακιστάν, είχαμε πάει να παντρέψουμε την αδερφή μας» μου λέει σε άπταιστα ελληνικά.   «Εσείς εκεί στην Αυστραλία μπορεί να μας καταλαβαίνετε περισσότερο εμάς τους μετανάστες» λέει αμέσως έτσι ξεκάρφωτα. Με κοίταξε φευγαλέα στα μάτια.

Ήθελε να ανοίξει κουβέντα, εγώ όμως το ήθελα πολύ περισσότερο απ’ αυτόν…   «Ευγενία» του λέω απλώνοντας το χέρι μου να τον χαιρετήσω. «Τζίμης» απαντά δεχόμενος τη χειραψία. «Έχεις χρόνια στην Ελλάδα;» τον ρωτάω.  «Δεκαπέντε χρόνια τώρα. Πήγα όπως πήγαν πολλοί, κρυφά, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Κάποιος έπρεπε να το τολμήσει απ’ την οικογένεια. Είμαστε επτά αδέρφια. Παντρεύτηκα Ελληνίδα και ζω στη Λαμία. Δουλεύω στη λαϊκή. Έχω δικό μου πάγκο».   Αυτά λέει…  πίσω απ’ τα λόγια του κρύβεται κάτι άλλο όμως…  «Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους, εγώ είμαι προκομμένος άνθρωπος» αυτό νομίζω ότι θέλει να πει.

Κουβέντα στην κουβέντα μαθαίνω όλο και περισσότερα για την οικογένεια του Τζίμη. Οι γονείς του είναι αγρότες αλλά δεν έχουν δική τους γη, κάτι σαν «κολίγοι» είναι, δουλεύουν την γη ενός μεγαλοκτηματία, αυτός τους παίρνει ένα γερό κομμάτι από τη σοδειά και αυτή ζουν με τα υπόλοιπα.  Μιλά για το γάμο της αδερφής του. «Είχαμε 300 καλεσμένους, πήγαμε σε κέντρο, δεν κάναμε πολύ πλούσιο γάμο, όμως» λέει και φουσκώνει από περηφάνια ότι αυτός και ο αδερφός του, αυτός που ζει στην Ελλάδα, πλήρωσαν το γάμο της.

Η «Χρυσή Αυγή», οι επιθέσεις που δέχονται κάθε μέρα οι μετανάστες στην Ελλάδα τριβελίζουν στο μυαλό μου. Παίρνω το θάρρος να το ρωτήσω έστω και αν εκείνος συνεχίζει να μου μιλά για την οικογένειά του.   «Συγνώμη Τζίμη, αλλά πώς είναι η κατάσταση για σένα στην Ελλάδα;» «Πώς να να ’ναι» μου λέει και σταματά…  Η γλώσσα του όμως λύνεται λίγα λεπτά αργότερα.  «Εσείς εκεί στην Αυστραλία μπορεί να μας καταλαβαίνετε περισσότερο εμάς τους μετανάστες.» λέει πάλι.  «Εγώ δεν τολμάω να κυκλοφορήσω έξω όταν νυχτώσει. Δεν είμαι παράνομος, έχω όλα τα χαρτιά αλλά δεν τολμάω. Είμαι παντρεμένος με Ελληνίδα εδώ και πέντε χρόνια, έχω το σπίτι μου, με ξέρει όλη η γειτονιά αλλά σ’ αυτή τη γειτονιά είναι επικίνδυνο να κυκλοφορήσω νύχτα. Δεν πίστευα ότι θα καταλήγαμε εδώ».

 Ο φόβος του Τζίμη βασίζεται στις εμπειρίες του. «Πριν από ένα περίπου εξάμηνο ξεκίνησα το πρωί να πάω στη λαϊκή. Φόρτωσα το αυτοκίνητο και όπως κάνω να μπω μπροστά να φύγω σταματά δίπλα μου μία μοτοσυκλέτα. Ο οδηγός της ήταν δεν ήταν 20 χρονών και η συνεπιβάτης του ακόμα μικρότερη. Παιδιά σου λέω. Άρχισαν να με φτύνουν. Τι σας έκανα; Τους ρώτησα. ‘Μη μιλάς βρωμιάρη, βρωμάς ρε! θα φας το ξύλο της χρονιάς σου σκατόφατσα, παλιοαλήτη’. Με έβριζαν.

 Ο 20χρονος κατέβηκε από τη μηχανή και με έπιασε απ’ το λαιμό. Με έφτυνε στο πρόσωπο ‘Φίλε δεν είμαι όπως τους άλλους’ του έλεγα, ‘φίλε δεν είμαι παράνομος εγώ’ συνέχισα να του λέω. Αυτός τίποτα. Μου έσφιγγε το λαιμό και με έβριζε. Μου ‘ρχοταν να τον πιάσω εγώ απ’ τον λαιμό. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα νεύρα μου σου λέω. Αν το έκανα όμως θα είχα μπελάδες με την αστυνομία. Τον άφησα να μου ρίξει δύο μπουνιές στο πρόσωπο. Το βλέπεις αυτό;». Μου δείχνει ένα σημάδι στο μέτωπό του. «Από τότε είναι» μου λέει.   «Δεν έκανα τίποτα Ευγενία, στη δουλειά μου πήγαινα. Δεν έχω πειράξει κανένα. Τη δουλειά μου κοιτάω». Θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ντρέπομαι που είμαι Ελληνίδα μ’ αυτά που ακούω. «Αυτά ήταν παιδιά» του λέω. «Ναι παιδιά. Ακόμα και τα παιδιά μας κυνηγάνε».   «Λίγο μετά απ’ αυτό γνώρισα και τους χρυσαυγίτες.

Έκαναν βόλτα στη λαϊκή. Σταμάτησαν στον πάγκο μου και μού ζητούσαν τα χαρτιά μου. Τους τα έδειξα. Τα έχω πάντα μαζί μου. Δεν υπολόγισαν τίποτα. Πήραν τρία τελάρα με φρούτα και εξαφανίστηκαν. Δεν ξέρεις πόσο χαρούμενος ήμουν που δεν άρχισαν κανένα καυγά».  «Δεν ξέρω πού θα πάει αυτή η κατάσταση. Δεν ξέρω. Δεν θέλω να φύγω από την Ελλάδα. Εδώ είναι το σπίτι μου τώρα πια. Τι να κάνω; Να πάρω τη γυναίκα μου και να πάω στο Πακιστάν; Πρέπει να τα αντέξω όλα. Κι αυτά που περνάω εγώ, δεν είναι τίποτα. Ο αδελφός μου που μένει στην Αθήνα τραβάει πολύ χειρότερα. Κάθε φορά που μιλάω μαζί του στο τηλέφωνο τρέμω. Φοβάμαι ότι θα του συμβεί κάτι πολύ κακό και έχει και τρία παιδιά να μεγαλώσει».

 Υπάρχει μία απόγνωση στον τόνο της φωνής του. Μία τελεσίδικη αποδοχή ότι τα πράγματα θα συνεχιστούν έτσι. Και πάνω που νοιώθω ότι μου είπε πολλά, πολύ περισσότερα απ’ όσα άντεχα να ακούσω, ο Τζίμης καταφέρνει να εξαφανίσει εκείνη τη παγωμένη ατμόσφαιρα που οι μαρτυρίες του έχουν φέρει και κάθε μοιρολατρική έκφραση στο πρόσωπό του, σε κλάσματα δευτερολέπτου. «Εσύ είσαι από την Αυστραλία και μπορεί να ξέρεις.

Πώς γίνεται να φέρω κάτι αγελάδες που έχετε εσείς εκεί, στο Πακιστάν. Είναι απ’ αυτές τις αγελάδες που κάνουν πολύ γάλα, τις ξέρεις;» με ρωτά.   «Τζίμη θα την βρούμε την άκρη» του λέω. «Τις θέλω να τις πάω στους γονείς μου, να τις μεγαλώσουμε, να τις ζευγαρώσουμε και να αρχίσουν να τις πουλάνε. Θα είναι καλά αν τα καταφέρω» μου εξηγεί.  Του χαμογελώ και τον κοιτώ όχι πλέον με συμπόνια αλλά με ζήλεια. «Σε ζηλεύω ρε Τζίμη» του λέω. «Ζηλεύω την αγάπη σου για προκοπή. Ακόμα και μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση που ζεις, δεν χάνεις την αισιοδοξία σου». «Αφού γι’ αυτό ζω μακριά από τους γονείς μου και τ’ αδέρφια μου. Για να μπορώ να τους βοηθήσω» μου απαντά.

Έχουμε ακόμα μιάμιση ώρα για να φτάσουμε Αθήνα. Πιάνουμε κουβέντα για το φαγητό και γελάμε με τον Αλέξανδρο που κάνει γκριμάτσες βλέποντας την «αεροπορική ομελέτα» που του έχουν σερβίρει. Ο μικρός παίρνει θάρρος από τα πειράγματα του Τζίμη και του προτείνει να παίξουν χαρτιά. Καθώς οι δύο τους το ρίχνουν στην χαρτοπαιξία, εγώ προσπαθώ να «τακτοποιήσω» τις σκέψεις μου για την Ελλάδα του 2012. Δύσκολη υπόθεση. Δεν τα καταφέρνω.  

Έρχεται και η ώρα της προσγείωσης. Σηκωνόμαστε για την αποβίβαση. Προτείνω για άλλη μία φορά το χέρι μου στο νέο φιλαράκι. «Χάρηκα Τζίμη. Θέλω να μου δώσεις το τηλέφωνό σου. Θα πάρω σβάρνα τα αγελαδοτροφεία και όταν βρω τις αγελάδες σου και πως θα τις στείλουμε ταξίδι στο Πακιστάν θα σου τηλεφωνήσω» του λέω.  Χαμογελά. Μου δίνει το τηλέφωνό του. Και ο Τζίμης με εκπλήσσει για άλλη μία φορά…  «Όχι χειραψία ακόμα. Εσύ είσαι φορτωμένη σαν μουλάρι. Έτσι δεν το λέτε;. Θα σε βοηθήσω μέχρι την έξοδο».   Και κάπως έτσι πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα του 2012. Παρέα με τον  Τζίμη τον Πακιστανό, τον φίλο μου…


 Πηγή: www.lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου