τα εν οίκω... εν δήμω
Επικοινωνία: peramahalas@gmail.com

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Οι Σπόροι ως Όργανο Βιοεξουσίας


Το Σποροπαραγωγικό Υλικό ως Επίδικο Αντικείμενο της Καπιταλιστικής Κυριαρχίας[1]      
Του Αντωνίου Μπρούμα

 “Ό,τι γεννιέται, γεννιέται από την anna [τροφή]”.
Αρχαία Ινδική Πραγματεία
 Ο σπόρος αποτελεί την απαρχή της τροφικής αλυσίδας και ως τέτοιος συνιστά τον πρωταρχικό παράγοντα γέννησης και διαιώνισης της ζωής. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε πως αν οι σπόροι του πλανήτη εξαφανίζονταν, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κάθε εξελιγμένο είδος ζωής στη γη θα έπαυε να υπάρχει. Το σποροπαραγωγικό υλικό των εδώδιμων φυτικών ειδών αποτελεί τη βάση, πάνω στην οποία στηρίζεται ολόκληρη σχεδόν η ανθρώπινη διατροφή, συμπεριλαμβανομένου του κρέατος αλλά πλέον και των εκτρεφόμενων ψαριών. Οι σπόροι των καλλιεργούμενων φυτών δεν έχουν όμως μόνο υλική / ωφελιμιστική διάσταση για το ανθρώπινο είδος αλλά κομίζουν και χιλιετηρίδες πολιτισμού και ιστορίας, έχοντας εξελιχθεί σε παραλληλιά και διάδραση με τον άνθρωπο σε ένα αδιάσπαστο οικολογικό και πολιτισμικό όλο.

Αν λοιπόν η κοινωνική αναπαραγωγή εξαρτάται από την εξασφάλιση της αναγκαίας τροφής, τότε ο έλεγχος των σπόρων και, επομένως, και της παραγωγής τροφής εξασφαλίζει τον αποτελεσματικό έλεγχο των σωμάτων και των πληθυσμών. Κατά γενική παραδοχή, ανέκαθεν στην ανθρώπινη ιστορία υπήρξε διασύνδεση διατροφής, γεωργίας και κυριαρχίας. Η εφεύρεση της γεωργίας και η παρεπόμενη κατάκτηση της δυνατότητας διατροφικού πλεονάσματος οδήγησε στην εμφάνιση πόλεων και, σταδιακά, στην ανάδυση ιεραρχικών και διαστρωματωμένων κοινωνιών. Σήμερα όμως οι σχέσεις κυριαρχίας στην παραγωγή / διανομή τροφής, με την συνδρομή της καπιταλιστικής τεχνολογίας και την κατασταλτική κάλυψη των κρατικών νόμων, έχουν λάβει πρωτότυπες μορφές που προσεγγίζουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο και μέχρι πρότινος ήταν αδιανόητες. Έτσι, η εκβιομηχάνιση της γεωργίας βαφτίζει “ανάπτυξη” τη ληστεία του πλούτου της φύσης και των ανθρώπων, περιορίζοντας τη βιοποικιλότητα και επιμολύνοντας / συρρικνώνοντας τα οικοσυστήματα. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση συνθλίβει τις τοπικοποιημένες αγροτικές οικονομίες της διατροφικής αυτάρκειας και φέρνει στη θέση τους τη διατροφική εξάρτηση των πληθυσμών, καθιστώντας τους τελευταίους έρμαια των παγκόσμιων επισιτιστικών κρίσεων και της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας πάνω στις τιμές των τροφίμων. Το παζλ συμπληρώνουν οι πολυεθνικές βιομηχανίες χημικών, που έχουν βάλει ως στόχο μέσω των “βιοεπιστημών” να ελέγχουν καθετοποιημένα κάθε στάδιο της γεωργικής παραγωγής μέσα από γενετικές τροποποιήσεις σπόρων και οργανισμών και με την κάλυψη τεχνο – νομικών περιφράξεων. Το ασφυκτικό αυτό πλαίσιο κυριαρχίας απειλεί ανθρώπους και φύση με οικολογική καταστροφή, διατροφική δικτατορία και διαρκή διατροφική ανασφάλεια.


Περιφράσσοντας τα Κοινά των Σπόρων

Η ανθρώπινη παρέμβαση στη φυσική επιλογή των ποικιλιών εδώδιμων φυτών ήταν από πάντα μια συνήθης πρακτική των αγροτών. Είτε με την επιλογή και μακρόχρονη καλλιέργεια και εξέλιξη κατάλληλων ποικιλιών είτε με το μπόλιασμα και άλλες συναφείς τεχνικές οι αγρότες ανέκαθεν παρέμβαιναν στις καλλιέργειές τους με σκοπό την αποκομιδή του επιθυμητού αποτελέσματος. Περαιτέρω, εδώ και χιλιετίες αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της ανθρώπινης παρέμβασης είναι η συλλογική αποταμίευση και ο οριζόντιος διαμοιρασμός των σπόρων μεταξύ των αγροτών. Η αυτοοργανωμένη ανταλλαγή σπόρων συνοδεύεται από την ανταλλαγή γνώσης για τις μεθόδους καλλιέργειας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ποικιλίας, από την συσσώρευση παράδοσης καθώς και από τη δημιουργία αγροτικής κουλτούρας και δεσίματος του ανθρώπου με τη γη και τα οικοσυστήματα.Έτσι, η διαχείριση του σποροπαραγωγικού υλικού των εδώδιμων φυτών από τις αγροτικές κοινότητες είναι αναπόσπαστη σε σχέση με τη ζωή των ανθρώπων και σε αρμονία με τη φύση, ενώ οι σπόροι και οι κοινωνικοί κανόνες διαχείρισής τους συνιστούν ένα από τα θεμελιακά κοινά (commons) του αγροτικού κόσμου. Αυτή η ελεύθερη συναλλαγή των σπόρων μεταξύ των γεωργών έχει αποτελέσει ουσιαστικά τη βάση της διατήρησης της βιοποικιλότητας των εδώδιμων φυτών και της διατροφικής ασφάλειας των κοινωνιών (Shiva 2009 : 21).

 Η καπιταλιστική κυριαρχία, στο πλαίσιο της οποίας ένας σημαντικός αλλά όχι μοναδικός και ούτε καν σε τελική ανάλυση αποφασιστικός παράγοντας είναι η οικονομία, διακρίνεται από έναν επιθετικό επεκτατισμό στον χωροχρόνο της βιόσφαιρας και της ανθρώπινης δραστηριότητας, ακουμπώντας, πια, όλες τις πτυχές της ζωής. Για να καταστεί όμως δυνατή μία τέτοια επέκταση, ακόμη και σε τομείς ανθρώπινης δραστηριότητας μέχρι πρότινος αδιανόητους, είναι αναγκαία η ιδιωτική περίφραξη του κυττάρου των υπό συγκρότηση καπιταλιστικών αγορών, που θα αποτελέσει το μελλοντικό είδος εμπορεύματος και θα γίνει έτσι κατάλληλο προς εισδοχή (input) στην κυκλοφορία της καπιταλιστικής αγοράς. Με την πρακτική της ιδιωτικής περίφραξης και της απαλλοτριωτικής συσσώρευσης η καπιταλιστική κυριαρχία εδραιώθηκε και μέχρι σήμερα διευρύνεται απέναντι στον κύκλο των κοινών, έχοντας καταστρεπτικές επιπτώσεις για τα τελευταία (Harvey 2005 : 149, De Angelis 2007).Επειδή λοιπόν και οι σπόροι δε θα μπορούσαν να εισαχθούν στην καπιταλιστική αγορά ως κοινά των αγροτικών κοινοτήτων, ξεκίνησε εδώ και πενήντα χρόνια μία δριμεία επίθεση απέναντι στον αγροτικό κόσμο, της οποία η βία και η καταστολή ήταν μόνο οι τελικές εκδηλώσεις.



Οι εταιρείες αγροεφοδίων, που γιγαντώθηκαν με την εκβιομηχάνιση της γεωργίας, επεκτάθηκαν εδώ και χρόνια στην ανάπτυξη των λεγόμενων “βιοεπιστημών”, με σκοπό να ελέγχουν την γεωργική παραγωγική διαδικασία μέχρι το πιο μύχιο επίπεδο της ζωής, τους σπόρους. Όταν η γενετική διασταυρώθηκε με την πληροφορική επιστήμη, η βιομηχανία των αγροεφοδίων απέκτησε αυξημένες δυνατότητες για την παρασκευή γενετικά τροποποιημένων σπόρων αλλά και ζώων, επικαθορίζοντας ήδη από το επίπεδο της κωδικοποίησης της ζωής τις ιδιότητες των νέων φυτών. Μέσα από τις μονοπωλιακές τάσεις της καπιταλιστικής αγοράς τα εν λόγω επιτεύγματα της καπιταλιστικής τεχνολογίας, άσχετα αν στον συντριπτικό τους βαθμό αποτέλεσαν αποτέλεσμα έρευνας σε δημόσια πανεπιστημιακά ιδρύματα, έχουν ήδη συγκεντρωθεί ως επί το πλείστον στα χέρια έξι γιγαντιαίων πολυεθνικών, που κατέχουν σήμερα το 57% της παγκόσμιας αγοράς αγροεφοδίων και έχουν ετήσιο τζίρο $ 50 δις (Shand 2012) :




Η επέλαση των εταιρειών αγροεφοδίων ενάντια στις αυτοδιαχειριστικές πρακτικές του αγροτικού κόσμου συνοδεύτηκε από μία ιδεολογική ηγεμόνευση του θαυμαστού καινούργιου κόσμου της “ανάπτυξης” και των προηγμένων επιστημών της ζωής, όπου όλα πλέον είναι δυνατά, πάνω στο “παλιό”, που αντιπροσωπεύει η διατροφική ασφάλεια και αυτάρκεια των παραδοσιακών γεωργικών οικονομιών. Έτσι, τα λόμπυ των πολυεθνικών της βιοτεχνολογίας αναπαράγουν διαρκώς διάφορους μύθους, οι οποίοι βρίσκουν ευήκωα ώτα στο ευρύ κοινό της Δύσης, όπου ο τεχνολογικός ντετερμινισμός επικρατεί σε βάρος της κοινωνικής αυτονομίας. Τέτοιοι μύθοι έχουν όμως σαθρή επιστημονική βάση, ενώ αποκρύπτονται ηθελημένα οι σοβαρές επιπτώσεις από τη χρήση γενετικά τροποποιημένων (ΓΤ) σπόρων και, γενικότερα, των αγροεφοδίων, που εξαναγκαστικά τους συνοδεύουν (GRAIN 2013a). Ενώ λοιπόν οι υποστηρικτές των ΓΤ σπόρων και φυτών διακηρύσσουν πως αυτά θα εξαλείψουν την παγκόσμια πείνα, στις χώρες, που υπάρχουν τεράστιες μονοκαλλιέργειες τέτοιων ΓΤ φυτών, η πείνα μεταξύ των αγροτικών πληθυσμών έχει αυξηθεί δραματικά, όπως γενικώς έχει αυξηθεί και το παγκόσμιο ποσοστό ανθρώπων, που πεινούν. Στο ίδιο μήκος κύματος τα λόμπυ των πολυεθνικών αγροεφοδίων διαδίδουν πως με τη χρήση ΓΤ σπόρων οι αγρότες θα αυξήσουν τις σοδειές τους και θα πάψουν να χρησιμοποιούν χημικά ζιζανιοκτόνα. Στην πραγματικότητα μετά από είκοσι έτη ερευνών και εφαρμογής στην πράξη δεν έχει αποδειχθεί ότι οι μονοκαλλιέργειες των ΓΤ φυτών είναι πιο παραγωγικές από αυτές των λοιπών φυτών. Επιπρόσθετα, τα ΓΤ φυτά, που έχουν προγραμματιστεί να εκκρίνουν τοξικές ζιζανιοκτόνες ουσίες, έχουν αποδειχθεί τελικώς μία παταγώδης αποτυχία για λόγους, που μπορεί πολύ εύκολα να κατανοήσει ο οποιοσδήποτε έχει την παραμικρή επαφή με την εξελικτική βιολογία. Ενδεικτικά, το 2011 οι καλλιεργητές ΓΤ φυτών στις ΗΠΑ κατανάλωσαν 24% παραπάνω ζιζανιοκτόνα από τους συναδέλφους τους αγρότες συμβατικών καλλιεργειών, ακριβώς επειδή τα στοχευόμενα ζιζάνια ανέπτυξαν αντιστάσεις στις χημικές εκκρίσεις των δήθεν γενετικά θωρακισμένων φυτών τους.



Περαιτέρω, οι οικολογικές επιπτώσεις από τη χρήση ΓΤ σπόρων κάθε άλλο παρά αμελητέες μπορούν να θεωρηθούν. Από τη στιγμή που απελευθερωθούν στη φύση, τα ΓΤ φυτά έχουν την ικανότητα να επιμολύνουν συμβατικά φυτά των ίδιων οικογενειών και να επεκτείνονται στις μη ΓΤ καλλιέργειες. Έτσι, αναιρείται η ελευθερία των αγροτών να επιλέγουν αυτοί το είδος της καλλιέργειάς τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ισπανικής επαρχίας της Αραγκόν, όπου οι αγρότες βιολογικών προϊόντων διαμαρτύρονται ότι από το 2005 ανακαλύπτουν ίχνη ΓΤ φυτών στο 40% της παραγωγής τους εξαιτίας ΓΤ καλλιεργειών στην περιοχή, γεγονός που πλέον δεν τους επιτρέπει να πωλούν τα προϊόντα τους με την ένδειξη ότι είναι βιολογικά ή ελεύθερα από ΓΤ οργανισμούς. Εντούτοις, οι ανθρωπογενείς ιδιότητες των ΓΤ σπόρων και φυτών δεν απειλούν μόνο την βιοποικιλότητα και την ελευθερία του καλλιεργείν αλλά θεωρούνται σύμφωνα με έρευνες ύποπτες και για δυσάρεστες επιπτώσεις στην δημόσια υγεία. Οι δε ΓΤΟ δεν περιορίζονται μόνο στις φυτικές τροφές αλλά διεισδύουν και στο κρέας και στα ψάρια μέσω των ΓΤ ζωω- και ιχθυο- τροφών. Συμπερασματικά, με τη διείσδυση της βιοτεχνολογίας στη σύγχρονη καπιταλιστική βιομηχανία της γεωργίας βρισκόμαστε αντιμέτωποι με πολυσύνθετα ζητήματα, που έχουν δυνητικά απρόβλεπτες και εκτεταμένες επιπτώσεις στον άνθρωπο και στη φύση.



Τεχνο – Νομικές Περιφράξεις των Σπόρων

Κόντρα στα μυθεύματα του νεοφιλελευθερισμού περί ελεύθερης αγοράς χωρίς κρατικές παρεμβάσεις, καμία περίφραξη και ιδιωτικοποίηση κοινών (commons) δεν είναι δυνατή χωρίς τον εξαναγκασμό της κοινωνίας από το κράτος και τους κατασταλτικούς και ιδεολογικούς του μηχανισμούς, δηλαδή τον στρατό, την αστυνομία, τα δικαστήρια και τους θετούς νόμους. Έτσι και οι επενδύσεις των εταιρειών αγροεφοδίων στην έρευνα γύρω από τις βιοεπιστήμες και την ανάπτυξη και εμπορία ΓΤ σπόρων δε θα μπορούσαν να αποδώσουν κέρδος δίχως την κάλυψη της κατασταλτικής βίας του νόμου.



Ήδη από το 1961, όταν ακόμη το πατεντάρισμα της ζωής ήταν τεχνολογικό ανέφικτο και κοινωνικά αδιανόητο, τέθηκε σε ισχύ η Διεθνής Σύμβαση για την Προστασία των Νέων Ποικιλιών των Φυτών (International Convention for the Protection of New Varieties of Plant). Με τη διακρατική αυτή σύμβαση εγκαθιδρύθηκε ένα διεθνές σύστημα προστασίας εθνικών ποικιλιών φυτών και αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας σε διεθνές επίπεδο υπέρ των δημιουργών ποικιλιών. Επιπλέον, με την ίδια συνθήκη ιδρύθηκε ένας νέος διεθνής οργανισμός, η Διεθνής Ένωση για την Προστασία των Νέων Ποικιλιών των Φυτών (International Union for the Protection of New Varieties of Plant – UPOV), με έδρα την Γενεύη της Ελβετίας. Με δήθεν αντικείμενο την προστασία των ποικιλιών φυτών και πρόσχημα την ανάπτυξη νέων ποικιλιών για το “κοινό καλό” η εν λόγω Συνθήκη δίνει το δικαίωμα σε “δημιουργούς” φυτικών ποικιλιών να αποκτούν κατόπιν αίτησης στον UPOV τα αποκλειστικά δικαιώματα της παραγωγής / αναπαραγωγής, επεξεργασίας, προσφοράς / πώλησης, εισαγωγής / εξαγωγής και αποθήκευσης αυτών σε όλα τα κράτη – μέλη της Συνθήκης. Το Ελληνικό κράτος μέχρι σήμερα δεν έχει υπογράψει τη διεθνή αυτή Συνθήκη, εντούτοις έχει μιμηθεί δουλικά τις διατάξεις της με τον Νόμο 1564/1985 «Οργάνωση παραγωγής και εμπορίας του πολλαπλασιαστικού υλικού φυτικών ειδών» (ΦΕΚ 164/Α/26-09-1985). Για τη θωράκιση τέτοιων αποκλειστικών δικαιωμάτων στους σπόρους η Ευρωπαϊκή Ένωση εγκαθίδρυσε με τον Κανονισμό 2100/94 ένα σύστημα κατοχύρωσης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας πάνω σε ποικιλίες φυτών με ισχύ σε όλα τα κράτη – μέλη, το οποίο είναι εφάμιλλο αυτού της UPOV, ενώ ίδρυσε και το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών (Community Plant Variety Office – CPVO) για την εποπτεία του συστήματος αυτού. Διευκρινίζεται ότι οι ενωσιακοί Κανονισμοί έχουν άμεση εφαρμογή στο δίκαιο των κρατών – μελών και δη στο Ελληνικό χωρίς καμία περαιτέρω νομοθετική ή διοικητική έγκριση, προσθήκη ή διατύπωση.



Ωστόσο, η θεσμοθέτηση σχετικά αδύναμων sui generis δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας κρίθηκε μη επαρκής για τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο της βιοτεχνολογίας. Επιστρατεύτηκε λοιπόν η σαφώς πιο ενισχυμένη νομική περίφραξη των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (πατεντών), που αποτελεί και το πιο ισχυρό νομικό μέσο περίφραξης για το βασισμένο στη γνώση κεφάλαιο (knowledge – based capital), αφού ιδιωτικοποιεί όχι τις εφαρμογές ή τις εκδηλώσεις μίας εφεύρεσης αλλά την ίδια την ιδέα, που βρίσκεται πίσω από την εφεύρεση. Σημείο σταθμός στο πατεντάρισμα της ζωής στάθηκε η απόφαση – σταθμός Diamond v. Chakrabarty του υπερσυντηρητικού Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (1980) 447 US 303). Με την απόφαση αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οποιοσδήποτε ζωντανός οργανισμός – και συνεπώς και τα φυτά -, που είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης παρέμβασης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση δημιουργίας νέων οργανισμών ή γενετικής τροποποίησης ήδη υπαρχόντων σε συνθήκες εργαστηρίου, πληρεί τις προϋποθέσεις ώστε να πατενταριστεί. Από τότε οι θεσμικοί μηχανισμοί των κρατών του Αγγλοσαξωνικού χώρου ακολούθησαν πιστά την κατεύθυνση της αφειδούς αναγνώρισης και κατασταλτικής επιβολής πατεντών για σπόρους και φυτά, που είναι αποτέλεσμα εργαστηριακής γενετικής τροποποίησης. Αντιστοίχως, στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την Οδηγία 1998/44/ΕΚ επετράπη η χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνείας για διαγενεακά φυτά, που προκύπτουν κατόπιν ανθρώπινης παρέμβασης. Από τη στιγμή δε που το δίκαιο διπλωμάτων ευρεσιτεχνείας ερμηνεύθηκε έτσι στις ισχυρές οικονομικά χώρες της Δύσης, ώστε να περιλαμβάνει το πατεντάρισμα των σπόρων και της ζωής, ενισχύθηκαν οι πιέσεις μέσω της διεθνούς Συμφωνίας TRIPs και της Συμφωνίας για την Γεωργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για την εισαγωγή τέτοιων πρακτικών σε κάθε κράτος – μέλος του οργανισμού αυτού.



Με την κατοχύρωση πατεντών σε σπόρους μια χούφτα πολυεθνικές εταιρείες δημιουργούν μονοπώλια σπόρων και τροφών με κίνδυνο να ελέγχουν ολόκληρη τη διατροφική αλυσίδα. Ταυτόχρονα, αποκτούν τη δυνατότητα να πωλούν στους αγρότες ένα προϊόν, που πλαισιώνει ολόκληρη τη γεωργική παραγωγή, από τους πατενταρισμένους σπόρους και τα κατάλληλα μόνο γι” αυτούς φυτοφάρμακα μέχρι την παροχή γεωπονικών συμβουλών και άλλες βοηθητικές υπηρεσίες γύρω από την πιο παραγωγική καλλιέργεια. Φυσικά, με τον τρόπο αυτόν η εξάρτηση των αγροτών και, κατ” επέκταση των κοινωνιών, από τις πολυεθνικές αγροεφοδίων τείνει στο απόλυτο, αφού τόσο οι σπόροι όσο και η σχετική τεχνογνωσία και συνοδευτικό καλλιεργητικό και χημικό υλικό ουσιαστικά μισθώνονται με τον χρόνο για διόλου ευκαταφρόνητα ποσά. Σε κάθε περίπτωση για τους αγρότες η διατήρηση και αποταμίευση ΓΤ σπόρων από σοδειές από αρχικούς ΓΤ σπόρους, που αγόρασαναπό τις εταιρείες, και ο διαμοιρασμός τους με τους γείτονες αποτελούν εγκλήματα. Η πιο πολύκροτη υπόθεση, που επιβεβαιώνει το εύρος και το βάθος της περίφραξης των πατεντών σε σπόρους, είναι η πολύ πρόσφατη απόφαση Bowman v Monsanto (2013) 569 US) του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Με την απόφασή του αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο καταδίκασε τον αγρότη Vernon Bowman σε $84.000 αποζημίωση, επειδή χρησιμοποίησε χωρίς την άδεια της Monsanto σπόρους σόγιας, που ήταν αποτέλεσμα εσοδείας φυτών προερχόμενων από ΓΤ σπόρους roundup ready πατενταρισμένους από την τελευταία. Κατέστη έτσι πέρα για πέρα σαφές ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα ιδιοκτησίας από πατέντες πάνω σε ΓΤ σπόρους δεν εξαντλούνται μετά την σπορά και εσοδεία αλλά εφαρμόζονται και στους νέους σπόρους, που παρήχθησαν. Συνεπώς, οι αγρότες, που αγοράζουν ιδιωτικοποιημένους σπόρους, δεν κατέχουν τις σοδειές των σπόρων αυτών αλλά υποχρεούνται να τις επαναμισθώνουν από τις αποκλειστικές δικαιούχους εταιρείες αγροεφοδίων.



Οι διαφιλονικούμενες πρακτικές του πατενταρίσματος σπόρων και φυτών φτάνουν στο αποκορύφωμά τους με την βιοπειρατεία εταιρειών πάνω στη βιοποικιλότητα και στην ιθαγενική γνώση, που γκρεμίζει τη ιδεολογική άχλυ της απαλλοτριωτικής συσσώρευσης του κεφαλαίου. Σε πολλές καταγεγραμμένες περιπτώσεις πολυεθνικές αγροεφοδίων και φαρμάκων κατοχυρώνουν πατέντες σε χώρες της Δύσης για σπόρους ή φυτά ή γενετικό τμήμα τους, βασιζόμενες στις επωφελείς ιδιότητες τέτοιων φυτών, που είναι γνωστές στους τοπικούς πληθυσμούς από αρχαιοτάτων χρόνων (Mgbeoji 2006). Έτσι, τέτοιοι κερδοσκοπικοί οργανισμοί πειρατεύουν με αποικιοκρατικό τρόπο κοινά σε όλους πράγματα και γνώση, αποκομίζοντας κέρδος. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της εταιρείας RiceTec, η οποία γύρω στο 2000 κατοχύρωσε πατέντες σε διάφορες χώρες της Δύσης πάνω στη γνωστή ποικιλία ρυζιού Basmati, και χρειάστηκε η παρέμβαση της Ινδικής κυβέρνησης σε διάφορα δικαστήρια του κόσμου, για να αποτραπεί η περίφραξη της ποικιλίας αυτής.



Εντούτοις, η κατασταλτική λειτουργία της διεθνούς και Ενωσιακής νομοθεσίας για τους σπόρους δε σταματά εδώ. Με πρόσχημα τη διατροφική ασφάλεια η Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρεώνει τους αγρότες να χρησιμοποιούν μόνο ποικιλίες σπόρων, που έχουν καταχωρηθεί στον σχετικό Ενωσιακό κατάλογο ποικιλιών εδώδιμων φυτών ή εθνικούς καταλόγους κρατών – μελών. Καθώς οι παραδοσιακές ποικιλίες σπόρων, που χρησιμοποιούν πολλοί αγρότες δεν είναι επίσημα καταχωρημένες και οι μεμονωμένοι μικροί γεωργοί δεν αντέχουν το κόστος της καταχώρησης, η κρατική παρέμβαση εξωθεί την ελευθερία του οριζόντιου διαμοιρασμού των σπόρων μεταξύ των αγροτών στα όρια του νόμου και οδηγεί αργά αλλά σταθερά τον αγροτικό κόσμο προς την εξάρτηση από τη βιομηχανία σπόρων (Shiva 2009 : 140). Στην ίδια κατεύθυνση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επεξεργάζεται επί του παρόντος ένα σχέδιο Ενωσιακού Κανονισμού, που θα αντικαταστήσει όλη την υφιστάμενη Ενωσιακή νομοθεσία περί σπόρων και το οποίο έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από την κοινωνία των πολιτών, καθώς, αν τελικά θεσπιστεί ως έχει, θα απαγορεύσει τόσο την εμπορία όσο και τη δωρεάν διανομή “εγχώριων αβελτίωτων ποικιλιών” σπόρων ανάμεσα στους αγρότες και τις οργανώσεις τους (Διάφοροι 2013, Πελίτι 2013).



Τέλος, οι πολυεθνικές αγροεφοδίων δεν εκμεταλλεύονται μόνο τις νομικές περιφράξεις, που επιβάλλονται με την κατασταλτική βία του κράτους, για να ιδιωτικοποιούν τις ποικιλίες των σπόρων, αλλά υψώνουν και τεχνολογικές περιφράξεις, εγγράφοντάς τες στον γενετικό κώδικα των εργαστηριακά παραγόμενων φυτικών οργανισμών. Τέτοιες περιοριστικές γενετικές τεχνολογίες είναι δύο ειδών. Αφενός τεχνολογίες, που καθιστούν τα ΓΤ φυτά στείρα και έτσι καθιστούν αδύνατη την αποκομιδή και αποθήκευση νέων σπόρων για την καινούργια χρονιά, εξαναγκάζοντας τους αγρότες να μην μπορούν να αποκρύπτουν σοδειές αλλά να αγοράζουν κάθε χρόνο ΓΤ σπόρους από την εταιρεία αγροεφοδίων. Και αφετέρου τεχνολογίες, με βάση τις οποίες δίνεται η δυνατότητα για την ενεργοποίηση συγκεκριμένων γενετικά εγγεγραμμένων ιδιοτήτων στα ΓΤ φυτά, εφόσον όμως χρησιμοποιούνται πάνω σε αυτά συγκεκριμένα επίσης πατενταρισμένα χημικά προϊόντα της ίδιας εταιρείας αγροεφοδίων, στην οποία ανήκει ο ΓΤ σπόρος. Αμφότερες οι γενετικές αυτές τεχνολογίες αποτελούν εικόνα από ένα δυστοπικό μέλλον κοινωνιών απόλυτου ελέγχου μέσω του κώδικα της ζωής, το οποίο θα κληθούμε αναμφίβολα να αντιμετωπίσουμε, αν εκχωρήσουμε στο κεφάλαιο την εξουσία να κατασκευάζει την ίδια τη ζωή.



Οι Σπόροι ως Εργαλείο Βιοπολιτικής

Η μεταχείριση των σπόρων από την καπιταλιστική κυριαρχία δεν είναι ξέχωρη αλλά συναρθρώνεται με τις σύγχρονες τεχνικές, που παίρνει η κυριαρχία αυτή πάνω στους ανθρώπους και την φύση. Για τον έλεγχο των σωμάτων και των πληθυσμών η νεωτερική αυτή μορφή κυριαρχίας εμπλέκει τη ζωή σε όλες τις πτυχές της στη σφαίρα του πολιτικού, γι” αυτό έχει χαρακτηριστεί με τον όρο “βιοεξουσία”. Η τάξη της βιοεξουσίας είναι από τις πλέον εξαναγκαστικές. Ωστόσο, το εξαναγκαστικό της πλαίσιο επιβάλλεται ήδη ως δεδομένο στη συνείδηση των ανθρώπων, στο στάδιο της γέννησης των αναγκών και των επιθυμιών τους, ενώ όταν οι άνθρωποι δεν ανταποκρίνονται στους καθορισμένους τους στόχους, επιβάλλει επιπτώσεις, θέτοντας τα ανυπάκουα υποκείμενα εκτός παιχνιδιού (Macherey 2013 : 68).



Η σύγχρονη τεχνική της βιοεξουσίας είναι αυτή ενός ευέλικτου και διαρκώς προσαρμοζόμενου ελέγχου, που μπορεί να περιγραφεί με τον όρο “κυβερνησιμότητα”. Με όρους κυβερνησιμότητας η καπιταλιστική κυριαρχία συγκροτεί δομές που πλαισιώνουν το διαθέσιμο εύρος επιλογών για τα παραγωγικά υποκείμενα και τις κοινωνικές ομάδες (Giddens, 1984) και δομούν τα δυνατά πεδία δράσεών τους, συγκροτώνταςμία συνολική κατάσταση πραγμάτων που δεν έχουν την επιλογή να αποδεχτούν ή να απορρίψουν (Foucault 1983 : 221), επενδύοντας στις ανθρώπινες ικανότητες και δυνατότητες, αντί να τις καταστέλλει (Foucault 2011 : 164). Και αν δεχτούμε τη ρήση του Deleuze ότι κλειδί των σύγχρονων πρακτικών κοινωνικού ελέγχου είναι ο κωδικός με την έννοια της πρόσβασης / αποκλεισμού από το προγραμματισμένο από το κεφάλαιο πλαίσιο δράσης (Deleuze 1992), τότε πράγματι στο πιο μύχιο επίπεδο της ζωής ο έλεγχος δομείται μέσα από την παρέμβαση του κεφαλαίου στον γενετικό κώδικα. Συνεπώς, η βιοτεχνολογία είναι ένα εγχείρημα αναπόσπαστο του σύγχρονου καπιταλισμού, όχι μόνο γιατί δίνει τη δυνατότητα για τον σχηματισμό του λεγόμενου “βιοκεφαλαίου” (Rajan 2006) αλλά και γιατί λειτουργεί ως το πλέον αποτελεσματικό τεχνολογικό μέσο για την άσκηση βιοπολιτικής μέσα από τον ίδιο τον γενετικό κώδικα της ζωής.



Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, αναλύοντας τις σύγχρονες μορφές καπιταλιστικής κυριαρχίας σε σχέση με την παραγωγή / διανομή των σπόρων, βγαίνουν χρήσιμα συμπεράσματα. Οι σπόροι αποτελούν μέσα παραγωγής για τους αγρότες αλλά και, γενικότερα, τη βάση της διατροφής για όλα τα έμβια όντα. Η επιβολή δικαιωμάτων ιδιωτικής ιδιοκτησίας στους σπόρους είναι αναγκαία για τον διαχωρισμό των αγροτών από τα μέσα παραγωγής τους αλλά και, γενικότερα, για τον μετασχηματισμό των σχέσεων κοινωνικής εξουσίας και την επιβολή ελέγχου επί των πληθυσμών μέσω της διατροφικής εξάρτησης και ανασφάλειας. Η καταστροφή των κοινών των σπόρων αποσαρθρώνει την κουλτούρα του αγροτικού κόσμου, που στηρίζεται στην αυτοδιαχείριση, στον διαμοιρασμό υλικών και γνώσης, στο δέσιμο με τη γη και σε μία άλλη – μη εξουσιαστική αλλά συμβιωτική – σχέση με τη φύση. Η διεργασία αυτή καθιστά τον αγρότη αρκετά ευάλωτο και με κατεστραμμένους τους δεσμούς συνεργασίας και αλληλεγγύης, ώστε να αποτελέσει από παραγωγικό υποκείμενο ένα ελεγχόμενο προσάρτημα στην όλη γεωργική παραγωγική διαδικασία, ο τελικός έλεγχος της οποίας όπως και η άντληση του μεγαλύτερου μέρους της υπεραξίας περνά πλέον στις πολυεθνικές των αγροεφοδίων και των βιοεπιστημών. Η εξαναγκαστική ισχύς αυτού του πλαισίου πάνω στον αγροτικό κόσμο φαίνεται έκδηλα από τις εκατόμβες αυτοκτονιών στις χώρες του Νότου, όπου φτωχοί αγρότες, όντας υπερχρεωμένοι στις εταιρείες αγροεφοδίων, βάζουν τέλος στη ζωή τους όταν αποτυγχάνουν οι σχετικές καλλιέργειες ΓΤ φυτών. Αλλά τα πλαίσια δράσης, που θέτει η βιοεξουσία, επεκτείνονται και στον έλεγχο του ευρύτερου πληθυσμού μέσα από τον επικαθορισμό των ειδών διατροφής, την μονοπώλησή τους, την επισφάλεια των ΓΤ τροφών για τη δημόσια υγεία, τη διατροφική ανασφάλεια και δικτατορία. Οι δε επεκτατικές τάσεις των ΓΤ φυτών στα συμβατικά φυτά υποδηλώνουν μία άλλου βάθους επικυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στη φύση, που δεν εκδηλώνεται απλά και μόνο με τον περιορισμό της βιοποικιλότητας αλλά και με τον (μη) έλεγχό της πορείας της, περιορίζοντας τις επιλογές των πληθυσμών για μία διατροφή ανεξάρτητη από τον έλεγχο του κεφαλαίου.



Οι Σπόροι και τα Κοινά ως Σύγχρονο Πεδίο Κοινωνικών Αγώνων

Σύμφωνα με τον De Angelis τα κοινά (commons) αποτελούν το πεδίο αγώνα, στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι κοινωνικοί / ταξικοί αγώνες του 21ου αιώνα και θεσμίζονται οι εναλλακτικές στον καπιταλισμό (De Angelis 2009). Σημείο τομής των αγώνων αυτών σε σχέση με την συνήθη μονομέρεια των αγώνων του πρόσφατου παρελθόντος είναι η συνολική αμφισβήτηση του πλαισίου της βιοεξουσίας και η πάλη για την γενικότερη αυτονόμηση από τον διευρυνόμενο έλεγχο της καπιταλιστικής κυριαρχίας σε κάθε πτυχή της ζωής.



Οι κοινωνικοί αγώνες γύρω από την ελευθερία των σπόρων έχουν έκδηλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Με τη Διακήρυξη της Yvapuruvu αγροτικές οργανώσεις, κινήματα και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών δηλώνουν πως : “Οι σπόροι είναι το αποτέλεσμα της εργασίας των λαών και κομμάτι της ιστορίας τους. Δημιουργήθηκαν μέσα από συλλογική εργασία, δημιουργικότητα, πειραματισμό και χρηστή διαχείριση [...] Και τώρα οι σπόροι, η βάση της διαβίωσης και της ύπαρξής μας, δέχονται επίθεση. Σκοπός αυτής της επίθεσης είναι να μπει ένα τέλος στην αγροτική και ιθαγενική κουλτούρα και, κυρίως, στην ανεξάρτητη παραγωγή τροφής [...] Η κύρια εκδήλωση της επίθεσης στους σπόρους και σε όλα αυτοί εκπροσωπούν είναι η διανοητική ιδιοκτησία [...] Μπροστά σε αυτή την απειλή οι λαοί της υπαίθρου σε όλο τον κόσμο έχουν το καθήκον και το συλλογικό ιστορικό δικαίωμα να επανακτήσουν, ενδυναμώσουν και διατηρήσουν τη χρηστή διαχείριση των σπόρων μας, των τρόπων ζωής μας και των παραγωγικών μας συνηθειών” (Alianza Biodiversidad et al 2013).



Οι μαζικές κινητοποιήσεις για την ελευθερία των σπόρων δεν σταματούν όμως πια μόνο στις διακηρύξεις. Στις 19 Αυγούστου 2013 οι αγροτικές οργανώσεις της Κολομβίας κήρυξαν γενική απεργία και σταμάτησαν να παρέχουν τροφή στις πόλεις (Grain 2013b). Βασική αιτία, μεταξύ άλλων, η Κυβερνητική Απόφαση 970, με την οποία, κατ” επιταγή της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κολομβιανή Κυβέρνηση απαγόρευσε στους Κολομβιανούς αγρότες ακόμη και μέσω κατασταλτικών επιχειρήσεων καταστροφής εσοδειών τη χρήση πατενταρισμένων σπόρων χωρίς άδεια καθώς και την ανταλλαγή παραδοσιακών μη πατενταρισμένων σπόρων, αν αυτοί δεν έχουν καταχωρηθεί στον επίσημο εθνικό κατάλογο ποικιλιών φυτών. Η γενική απεργία των αγροτών εξελίχθηκε σε πολυήμερη πανκοινωνική εξέγερση με γενικότερα απελευθερωτικά αιτήματα, όπου υπήρξε εκτεταμένη κρατική βία και τρομοκρατία με πολλούς νεκρούς από την πλευρά του λαού, αλλά που τελικά εξανάγκασε στις 6 Σεπτεμβρίου την Κολομβιανή Κυβέρνηση να αναστείλει την ισχύ της Απόφασης 970 για δύο έτη. Ανάλογες κοινωνικές κινητοποιήσεις ενάντια στην νομική αναγνώριση και επιβολή αποκλειστικών ιδιωτικών δικαιωμάτων στους σπόρους δυναμώνουν διαρκώς σε Χιλή, Αργεντινή, Βενεζουέλα και Μεξικό, με τα αγροτικά και κοινωνικά κινήματα να σημειώνουν σημαντικές νίκες γενικότερης σημασίας. Αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προτείνει σχέδιο Κανονισμού, που περιορίζει περαιτέρω την ελευθερία χρήσης και διαμοιρασμού των σπόρων, ήγειρε τα αντανακλαστικά της κοινωνίας των πολιτών με εκδηλώσεις διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις σε αρκετά κράτη – μέλη.



Οι κοινωνικοί αγώνες γύρω από τους σπόρους προασπίζουν και διευρύνουν τα δικαιώματα στην ελεύθερη αποκομιδή, διατήρηση, διαμοιρασμό και ανταλλαγή των σπόρων ως θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Διεκδικούν την άρση των νομοθετικών περιορισμών για το μη εμπορικό μοίρασμα σπόρων και για την χωρίς μεσάζοντες διανομή βιολογικών προϊόντων. Προωθούν όμως τα δικαιώματα αυτά σε ένα γενικότερο πλαίσιο διασφάλισης και διεύρυνσης της βιοποικιλότητας, της διατροφικής δημοκρατίας και της συμβιωτικής αντίληψης για τη φύση. Επανατοποθετούν τη δημοκρατία στην παραγωγή τροφής ως επανάκτηση του δικαιώματος που έχουν όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και όλα τα βιολογικά είδη στο δικό τους μερίδιο τροφής, συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικών γενεών. Νοηματοδοτούν τη διατροφική ασφάλεια ως πρόσβαση όχι μόνο σε ικανοποιητική ποσότητα τροφής αλλά και σε πολιτισμικά κατάλληλη τροφή και διατήρηση του τοπικού διατροφικού πολιτισμού (Shiva 2009 : 178). Έτσι, τέτοιοι αγώνες εκδηλώνονται ως άσκηση ενός συνολικού αντιεξουσιαστικού δικαιώματος αντίστασης (“jus resistentiae”) απέναντι στην επέλαση της καπιταλιστικής κυριαρχίας, με το οποίο προασπίζεται όχι απλώς η οικονομική βάση της διαβίωσής αλλά, εν συνόλω, οι μορφές ζωής και τα συλλογικά νοήματα των τοπικών κοινωνιών. Η δε απόπειρα καθολίκευσης της καπιταλιστικής κυριαρχίας σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας δημιουργεί τους όρους για τη συγκρότηση μετωπικών αντικαθεστωτικών πολιτικών υποκειμένων, που όχι μόνο δε θα ετεροπροσδιορίζονται, αναπαράγοντας στο εσωτερικό τους αυστηρούς κοινωνικούς – ταξικούς διαχωρισμούς άνωθεν επιβαλλόμενους, αλλά που θα αυτονομούνται από την κυριαρχία, δομούμενα με το να επωμίζονται μέσα από την καθολική άρνηση του υπάρχοντος τις τύχες όλης της κοινωνίας στις πλάτες τους.

Ζητούμενο λοιπόν σήμερα αποτελεί η διαχείριση των σπόρων, όχι ως κρατικού / ιδιωτικού, αλλά ως δημόσιου, ελεύθερου και κοινωνικού πόρου, μία χρηστή διαχείριση από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους κοινωνικούς φορείς (αγροτικές οργανώσεις, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών) με αυτοοργανωμένες τράπεζες σπόρων και πρωτοβουλίες βιολογικής καλλιέργειας χωρίς τη διαμεσολάβηση εξουσιών, που αναπόφευκτα αποβλέπουν στην ιδιωτικοποίηση και στην άντληση ιδιωτικού κέρδους από τους σπόρους. Αντιθεσμούς της κοινωνίας που θα εγγυώνται την κοινή πρόσβαση και χρήση των σπόρων στα μέλη των συλλογικοτήτων που στηρίζουν αυτές τις προσπάθειες. Μία τέτοια διαχείριση των σπόρων ως Κοινά (commons) από τον αγροτικό κόσμο και την ίδια την κοινωνία δεν είναι μόνο εφικτή αλλά ουσιαστικά ιστορική συνέχεια του αγροτικού πολιτισμού και της ιστορίας της χώρας μας. Και είναι ο δρόμος που θα εξασφαλίσει για τη χειμαζόμενη κοινωνία διατροφική αυτάρκεια και ασφάλεια μέσα σε ένα πλαίσιο οικολογικής δημοκρατίας και λιτής αφθονίας.

Βιβλιογραφία

Alianza Biodiversidad et al (October 2013). Yvapuruvu Declaration : Seed Laws – Resisting Disposession, Paraguay.

Althusser L. (1984). Essays on Ideology, London : Verso.

De Angelis M. (2007). The Beginning of History . Value Struggles and Global Capital, London : Pluto Press.

De Angelis M. (2009), The Tragedy of the Capitalist Commons, Turbulence, available : http://turbulence.org.uk/turbulence-5/capitalist-commons/.

Deleuze G. (1992). Postscript on the Societies of Control, October, 59: 3-7.

Foucault M. (1983). The Subject and Power, in Dreyfus Hubert and Rabinow Paul (eds.), Michel Foucault : Beyond Structuralism and Hermeneutics, Chicago: University of Chicago Press.

Foucault M. (1991). Governmentality, in Burchell G., Gordon C., Miller P. (eds.), The Foucault Effect : Studies in Governmentality. Chicago: University of Chicago Press.

Foucault M. (2011a). Επιτήρηση και Τιμωρία, Η Γέννηση της Φυλακής, Αθήνα : Πλέθρον.

Foucault M. (2011b). Ιστορία της Σεξουαλικότητας, 1. Η βούληση για Γνώση, Αθήνα : Πλέθρον.

Grain (2013a). GMOs : Fooling – er, “Feeding” – the World for 20 Years, available : http://www.grain.org/article/entries/4720-gmos-fooling-er-feeding-the-world-for-20-years.

Grain (2013b). Colombia Farmers” Uprising Puts the Spotlight on Seeds, 04 September 2013, available : http://www.grain.org/article/entries/4779-colombia-farmers-uprising-puts-the-spotlight-on-seeds.

Harvey D. (2005). The New Imperialism, New York : Oxford University Press.

Macherey P. (2013). Φουκώ & Μαρξ, Το Παραγωγικό Υποκείμενο, Αθήνα : Εκτός Γραμμής.

Mgbeoji I. (2006). Global Biopiracy : Patents, Plants and Indigenous Knowledge, Vancouver : University of British Columbia Press.

Rajan K. S. (2006). Biocapital, The Constitution of Postgenomic Life, Durham, London : Duke University Press.

Shand H. (2012). The Big Six : A Profile of Corporate Power in Seeds, Agrochemicals and Biotech, in The Heritage Farm Companion, Summer 2012, available : http://www.seedsavers.org/site/pdf/HeritageFarmCompanion_BigSix.pdf.

Shiva V. (2009). Η Αρπαγή της Σοδειάς, Η Ληστεία της Παγκόσμιας Παραγωγής Τροφής, Αθήνα : Εκδόσεις Εξάρχεια.

Διάφοροι (2013). Ανοικτή Επιστολή προς την Ελληνίδα Επίτροπό κ. Μ. Δαμανάκη, Θέμα : Η κρίσιμη ψηφοφορία της 6ης Μαΐου σχετικά με την αναθεώρηση της Νομοθεσίας για την εμπορία σπόρων, διαθέσιμο : http://www.peliti.gr/images/anoixti_epistoli_pros_Ka_DAMANAKI.pdf.

Πελίτι (Νοέμβριος 2013). Ανοιχτή επιστολή του Πελίτι προς τους Έλληνες Ευρωβουλευτές που είναι μέλη της επιτροπής περιβάλλοντος του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου, διαθέσιμο http://www.peliti.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=362%3Aanoixtiepistoli&catid=21%3Aplaisio&Itemid=18&lang=el



[1] Το άρθρο αυτό το αφιερώνω στην αγρότισσα γιαγιά μου και σε όλους τους αγρότες, που επιμένουν στην διαφύλαξη και οριζόντια ανταλλαγή των γηγενών σπόρων κόντρα στο ρεύμα της εμπορευματοποίησης των γεωργικών κοινών και της εξάρτησης από τις εταιρείες αγροεφοδίων.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου